ἀπευκαιρέζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπευκαιρέζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπευκαιρέζω, ἀποφκαιρέζω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. εὐκαιρέζω, παρ’ ὃ καὶ ’φκαιρέζω.
Σημασιολογία
Ἐκκενώνω τι τελείως: Γιάdα δὲ d’ ἀποφκαιρέζεις τ᾿ ἀσκί; Συνών. ἀπευκαιρώνω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA