Δαλιδὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Δαλιδὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
Δαλιδὰ ἡ, Ἀμοργ. Μακεδ. Πελοπν. (Γαργαλ. Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
Τὸ Ἑβραϊκὸν κύρ. ὄν. Δαλιδά.
Σημασιολογία
1) Ὑβριστικῶς, ἡ πονηρὰ καὶ πανοῦργος γυνὴ Ἀμοργ. Μακεδ. Πελοπν. (Γαργαλ.): Εἶναι ᾿φτούνη ᾿φτοῦ μιˬὰ κακούργα Δαλιδά ! Μωρὴ κακούργα Δαλιδά, ἄι ᾿ς τὸ διˬάολο, μωρή ! 2) Μετων., ἡ μετὰ ὑστεροβουλίας ἢ σκοπιμότητος φλυαρία Πελοπν. (Καλάβρυτ.) : Θ᾿ ἀνοίξῃ τὴ δαλιδά του. Εἶναι οὕλο δαλιδά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA