γυˬαλοφέγγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλοφέγγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυˬαλοφέγγω ἐνιαχ. γυˬαλουφέγγου Λέσβ. (᾽Αγιάσ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλὶ καὶ τοῦ ρ. φέγγω.
Σημασιολογία
Ἐκπέμπω φῶς, λάμπω ἔνθ᾽ ἀν.: Ἦταν παρώρας πλιˬά, τ᾽ ἄστρα γυˬαλουφέγγαν ᾽ς τοὺν οὐρανὸ ᾽Αγιάσ. Μό᾽ τὰ φανάριˬα᾽ς τὰ τιρσέκιˬα γυˬαλουφέγγαν, θάρ᾽γις γιˬὰ παρ᾽γουριˬὰ (τιρσέκι = γωνία δρόμου) αὐτόθ. Σὰ ᾽νείρατου γυˬαλουφέτζ᾽ ᾽ς τοὺ μυˬαλό μ᾽ Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA