γλιτσώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλιτσώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλιτσώνω ἐνιαχ. γλιντζώνω Κορ., Ἀνέκδ. λεξιλ. σημ., 17 - Λεξ. Βάιγ. γριντσώνω Πόντ. (Ἀμισ. Σινώπ.) γριντζώνω Πόντ. (Ἀμισ. Σάντ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ.) γριτζώνω Πόντ. (Χαλδ.) γριντώνω Πόντ. (Ὄφ). Μέσ. γριντοῦμαι Πόντ. (Ἀμισ.) γριντζοῦμαι Πόντ. (Ἰνέπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλίτσα, εἰς τὸ ὁπ. καὶ γλίντζα καὶ γρίντσα, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. ώνω. Ὁ τύπ. γριντζώνω καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Μετβ. ρυπαίνω, καθιστῶ τι ἀκάθαρτον Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Σινώπ.) - Κορ., Ἀνέκδ. Λεξ. σημ., ἔνθ᾿ ἀν. – Λεξ. Βάιγ.: Φόρει φόρει, γρίντσωσές το Σινώπ. 2) Ἀμτβ., καθίσταμαι ρυπαρός ἀκάθαρτος Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ.): Τὰ ροῦχα σου γριντώσανε Ὄφ. 3) Καθίσταμαι λιπώδης, γλοιώδης, ἐπὶ τοῦ σώματος Πόντ. (Ἀμισ.) Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. Συνών. γλιτσιˬάζω. 4) Εἰρων., καθίσταμαι σκελετώδης, ἀπισχνοῦμαι εἰς ὑπερβολήν Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA