γλογκιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλογκιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλογκιˬὰ ἡ, Ἤπ. (Βαβούρ. Ζαγόρ. Κοκκιν. κ.ἀ.) Παξ. Στερελλ. (Εὐρυταν.) γλοgιˬὰ Ἤπ. (Λούκοβ.) Κέρκ. γλοντιˬὰ Ἤπ. (Δέλβ. Δρόβιαν. κ.ἀ.) ἀγλογκιˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Παξ. ἀγλοgιˬὰ Ἐρεικ. Μαθράκ. Ὀθων. γλουγκιˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) - Λεξ. Βλαστ. 471 γκλουκιˬὰ Μακεδ. (Μεσορ.) γλουντζιˬὰ Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀγκλογκιˬὰ Ἀντίπαξ. Παξ. βλοgιˬὰ Ἤπ. (Ἰωάνν.) ἀβλογκιˬὰ Ἀντίπαξ. Παξ. ἀγρουγκιˬὰ ἀγν. τόπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Σλαβ. glogk = εἶδος κραταίγου. Πβ. G. Meyer, Neugr. Stud., 2, 23. E. Bermeker, Slav. Ertym. Wrt., 306. Ἡ λ. παλαιότερον κατεχωρήθη ὑπὸ τὸ λῆμμα ἀβλογκεὰ θεωρηθεῖσα κακῶς ἀγνώστου ἑτύμου.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν Κράταιγος ἡ ὀξυάκανθος (Crataegus oxyacantha) τῆς οἰκογ. τῶν Ροδιδῶν (Rosaceae) Ἀντίπαξ. Ἤπ. (Δέλβ. Δρόβιαν. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κοκκιν.) Παξ. Στερελλ. (Ἀράχ. Εὐρυταν.): Θὰ πάνου νὰ κόψου καναδυˬὸ γλουγκιˬὲς γιὰ φράγματα Κουκούλ. Ἔκουψα τ᾿ς γλουγκιˬὲς ἀποὺ τ᾽ ἀμπε᾿ Ζαγόρ. Πάτ’σα μιˬὰ γλουγκιˬὰ κὶ μ᾿ πρήσ᾿κι τοὺ πουδάρ᾿ αὐτόθ. Μοῦ μπῆκι μιˬὰ γλουγκιˬὰ ᾿ς τοὺ πουδάρ᾿ Ἤπ. Ἔν᾿ ἀγκάθ᾿ ἀποὺ γλουγκιˬὰ αὐτόθ. Συνών. γκαβτζιˬά, γλόγκος, κοκκινομεσπιλιˬά, μερμελιτσιˬά, μουμουτζελιˬὰ 2) Τὸ φυτὸν Κράταιγος ἡ μονόγυνος (Crataegus monogyna) τῆς οἰκογ. τῶν Ροδιδῶν (Rosaceae) Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ἤπ. (Βαβούρ. Λούκοβ. κ.ἀ.) Κέρκ. (Κάβ. Καρουσ. Κασσιόπ. Σιν. Σπαρτερ. κ.ἀ.) Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Συνών. μουρτζιˬά. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γλογκιˬὲς Ἤπ. (Φιλιᾶτ.) 3) Τὸ φυτὸν Προύμνη ἡ ἀκανθώδης (Prunus spinosa) τῆς οἰκογ. τῶν Ροδιδῶν (Rosaceae) Μακεδ. (Μεσορ.) Συνών. μαμουσιˬά, τσαπουρνιˬά. 4) Τὸ δένδρον Μεσπιλέα ἡ γερμανικὴ (Mespilus germanica) τῆς οἰκογ. τῶν Ροδιδῶν (Rosaceae) Λεξ. Βλαστ. 471. 5) Ἡ ἄκανθα τῶν κραταίγων καὶ τῆς βάτου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/