γυλιˬὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυλιˬὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυλιˬὸς ὁ, λόγ. κοιν. γελιˬὸς ᾽Αντίπαρ. Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Δίβρ. Κορινθ. κ.ἀ.) Οὐδ. γυλιˬὸ Θράκ. (᾽Αμόρ.) Πελοπν. (᾽Ολυμπ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γυλιˬός. Τὸ οὐδ. γυλιˬὸ πιθαν. ἐκ τῆς αἰτιατ. τὸ (ν) γυλιˬό.
Σημασιολογία
Ὁ δερμάτινος ἢ ἐξ ἀδιαβρόχου ὑφάσματος τετράγωνος σάκκος, περιέχων εἴδη ἀτομικῆς χρήσεως, τὸν ὁποῖον φέρουν οἱ πεζοὶ στρατιῶται ἐπὶ τῆς ράχεως, ἐξηρτημένον ἐκ τῶν ὤμων δι᾽ ἱμάντων κοιν.: Ἔχω μισὴ κουραμάνα κ᾽ ἕνα κουτὶ κονσέρβα ᾽ς τὸ γυˬλιˬό μου κοιν. Πῆρε τὸ γελιˬό του κ᾽ ἔγιν᾽ ἄρατος (ἐξηφανίσθη) Πελοπν. (Δίβρ.) Τῶνε λέει, θὲ νὰ πᾶτε μὲ τὶς γελιˬοὶ ὅσ᾽ ἀκούσετε τ᾽ ὄνομά σας ᾽Αντίπαρ.‖ Ἆσμ. Μάννα μ᾽, ἐγὼ κολάστηκα ᾽ποτὲ ἤμουν στρατιώτης, μοῦ ᾽φαγε ὁ γκρᾶς τὸν νῶμο μου καὶ τὸ γυλιˬὸ τὴν πλάτη Πελοπν. (᾽Ολυμπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA