γυλλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυλλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυλλάκι τό, ἐνιαχ. γυλ-λάτσι Κῶς γυλ-λάτι Κῶς κ.ἀ. γυλτάτσι ᾽Αστυπ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γύλλος. Διὰ τὸν τύπ. γυλτάτσι βλ. Α. Καραναστ., Λεξικογρ. Δελτ. 8 (1958), 118.
Σημασιολογία
Ὁ μικρὸς γύλλος ἔνθ᾽ ἀν.: Πῆεν ὁ Λάμbρος ᾽ς τὸ ψάρεμαν τ᾽ ἤπτιˬασεν ἕνασ-σωρόγ γυλ-λάτιˬα, ἀδτιˬαφόρετα πράματα (ἀδτιˬαφόρετα = ἀσημάντου ἀξίας) Κῶς. Πβ. γυλλάρι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA