γύλλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γύλλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γύλλος ὁ, σύνηθ. γύλλους Β. Εὔβ. Θεσσ. (Τρίκερ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) γύλ-λος Δονοῦσ. Εὔβ. (Κύμ.) Ἡρακλ. ᾽Ικαρ. Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κουφον. Λειψ. Μεγίστ. Ρόδ Σίφν. Σύμ. Τῆλ. Φοῦρν. Χίος κ.ἀ. γύλ-λdος Κάρπ. Λέρ. Ρόδ. κ.ἀ. γύλλτος ᾽Αστυπ. ᾽ύλ-λος Ἰκαρ. Χάλκ. γιˬούλλος Αἴγιν. Εὔβ. (Χαλκ.) Σκίαθ. Σάμ. δύλλος Κάρπ.(᾽Αρκάσ. Μεσοχώρ. κ.ἀ.) Κάσ. ζύλλος Ζάκ. (Βολίμ. Μαχαιρᾶδ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κυλλήν. Λεῦκτρ. Μεσσην. Μονεμβασ. Οἴτυλ. Πάλυρ. Πραστ.) Στερελλ. (᾽Αντίκυρ.) ζύλλε Πελοπν.(Τσακων.) τζύλλιˬος Κεφαλλ. λύλλος Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ.) γυλ-λὸς Χίος (Λιθ.) ᾽λλὸς Πάρ. (Λεῦκ.) ᾽ύλλιˬος ᾽Αντίπαξ. ᾽Ερεικ. Κέρκ. Μαθράκ. ᾽Οθων Παξ. Σῦρ. γύλλιους Προπ. (Πέραμ.) ζιβιλλίο ὁ, Τσακων (Βάτικ.) Θηλ. γύλ-λα Μεγίστ. Σύμ. Πληθ. γύλλιˬα τά, Θεσσ. (Τρίκερ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀμάρτ. ἀρχ. οὐσ. γύλλος, τοῦ ὁποίου ἡ ὕπαρξις πιστοῦται καὶ ἐκ τῶν συνων. παραγώγων γυλλάριον, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γυλλάρι, καὶ γυλλίσκος, διὰ τὸ ὁπ. βλ. Ἡσύχ. εἰς λ. γυλλίσκοι. Ἡ προφορικὴ παράδοσις ἐπιβεβαιοῖ ἀναντιρρήτως τὴν γραφὴν γύλλος (πβ. Σ. Ψάλτ., ᾽Αθηνᾶ 26 (1914) Λεξικογρ. ᾽Αρχ. 121 κ. ἐξ.) καὶ ἀποκλείει τὴν ἐκ τοῦ ἴουλος προέλευσιν, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Μ. Στεφανίδ., Ὁρολογ. δημ. Β, 21 καὶ Λεξικογρ. ᾽Αρχ. 6 (1923), 227. Ὁ τύπ. ζύλλος καὶ εἰς Δουκ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἰχθὺς ᾽Ιουλὶς ἡ τουρκικὴ (Iulis turcica) τῆς οἰκογ. τῶν ᾽Ιουλιδῶν (Iulidae) ἔνθ᾽ ἀν.: ᾽΄Ηφαέμ-μου τὸ δόλωμαν ὁ γύλ-λος τσ᾽ ὲν ἐμbόρεσα νὰ τὸμ bτιˬάσω Κῶς. Δγυˬὸ χάννοι πιˬάνουντι ᾽ς τ᾽ ἀγκίστρι, νὰ κ᾽ ἕνας γιˬούλλος καὶ μπέρκες Εὔβ. (Χαλκ.) Οἱ ᾽ύλλιˬοι εἶναι λιγώτεροι ἀπὸ τὰ γαργαλίκιˬα (= εἶδος πετρόψαρων) ᾽Αντίπαξ. Παξ. Τὰ μυιάgιστρα εἶναι τῶν ᾽υλ-λῶ (μυιάgιστρα = ἀγκίστρια πολὺ μικροῦ μεγέθους) ᾽Ικαρ. Ἔπιˬακα νιˬὰ τηγανία ζύλλοι σάμερα (ἔπιασα μιὰ τηγανιὰ γύλλους σήμερα) Τσακων. Ἔπιˬασα τρεῖς λύλλους καὶ μίνιˬα πέρκα Πελοπν. (Γαργαλ.) Πετᾶμε μέσα (ἐνν ᾽ς τὴ βάρκα) τὸ γύλ-λο ποὺ πιˬάσαμε μὲ τὴν ᾽πόχη ζωντανὸ Φοῦρν. Ἔχουμι ψάριˬα ραβανᾶδις καὶ γύλλιˬα (ραβανᾶδις = ἰχθύες συγγενεῖς τῶν γύλλων) Θεσσ. (Τρίκερ.) Τοὺ συναγρίδι πιˬάνιτι μὶ τοὺ γύλλου (ἡ μικρή συναγρίδα πιάνεται μὲ ἄγκιστρον ἔχον ὡς δόλωμα γύλλον) Προπ. (Πέραμ.) || Φρ. Γυˬαλίζουν τὰ μάτιˬα του σὰν τοῦ γύλλου Μῆλ. Γλιστρᾷ σὰν τὴ γύλ-λα (ἐπὶ τῶν λωποδυτῶν οἱ ὁποῖοι διαφεύγουν τὴν σύλληψιν) Μεγίστ || Γνωμ. Ἄν πιˬάσης ζύλλο, ζύλλευε | κιˬ ἂν πιˬάσης πέρκα, τσέρκα (ἄν πιάσῃς μὲ τ᾽ ἀγκίστρι γύλλο, συνέχισε νὰ ψαρεύης κι ἂν πιάσῃς πέρκα, ἀναζήτησε ἄλλο μέρος γιὰ ψάρεμα) Ζάκ. (Βολίμ. Μαχαιρᾶδ.) ‖ Ἄσμ. Γύλλους εἶμι, σὶ γιλῶ, | τ᾽ ἀγκιστράκιˬα σὶ χαλῶ, χάννους εἶμι, χάνουμι, | πέρκα εἶμι πιˬάνουμι Θεσσ. (Τρίκερ.) Λύλλος εἶμαι, σὲ γελῶ | καὶ τ᾽ ἀγκίστρι σου χαλῶ Πελοπν. (Γαργαλ.) Γύλ-λος εἶμαι κ᾽ ᾽ὲμ-μελῶ, Ι τὰ δουλώματα χαλῶ Σύμ. Γύλλος εἶμαι, σὲ γελῶ | καὶ τὸ δόλο σου χαλῶ Ἰθάκ. Γιˬοῦλλος εἶμι, σὶ γιλάω | κὶ τ᾽ ἀρμίδιˬα σου χαλάω Σάμ. (Παλαιόκαστρ.) Συνών. γαιˬτανάρι, γαιˬτάνης Β1, γαιˬτανιˬὰ 1, γάιˬτανος, γαιˬτανούρι, γαιˬτανοῦρος, γαργαλίκι, γερανόγυλλος, λεμοναριˬά, πρασινάλι, ραβανᾶς, φραγκόγυλλος. 2) Εἶδος κεφάλου Κάρπ. 3) Εἶδος σκυλλίου (= σκυλλόψαρου) Σύμ. 4) Μεταφ., ὁ παραβλὼψ Χίος. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γύλλος ᾽Αθῆν. Γύλλους Μακεδ. (Θεσσαλον. Κιλκ.) καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γύλλος Μῆλ. Πάρ. Πόρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/