γυμνάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυμνάζω κοιν. καὶ Πόντ ᾽υμνάζω Κάσ. γυμνάζου Εὔβ. (᾽Αγία Ἄνν. κ.ἀ.) Τσακων. γυβνάζω ᾽Ερεικ. Κέρκ. Μαθράκ ᾽Οθων. δυμνάζω Σῦρ. κ.ἀ. γυμνάσκομαι Πόντ. (Οἰν.)-Λεξ. ᾽Ηπίτ. γυμνάσκουμαι Πόντ. ᾽Αόρ. ἐγυμνάστα Πόντ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. γυμνάζω.
Σημασιολογία
Ἀσκῶ, διδάσκω τινὰ σωματικὰς ἀσκήσεις, προσπαθῶ νὰ καταστήσω τινὰ ἐπιτήδειον εἰς ὡρισμένας σωματικάς ἤ πνευματικὰς ἱκανότητας κοιν. καὶ Πόντ.: Γυμνάζω τοὺς στρατιῶτες - τὰ παιδιˬὰ - τὸ ἄλογο - τὸ σκυλλί. Ὁ γυμναστὴς γυμνάζει τοὺς μαθητὲς ᾽ς τὸ γυμναστήριο. Τὸ ἄλογο εἶναι γυμνασμένο νὰ πηδᾷ τὰ χαντάκιˬα. Ἅμα γυμναστοῦμε, θὰ μᾶς στείλουν ᾽ς τὸ μέτωπο κοιν. Ποτέ μου δὲν ἐγυμνάστηκα σὲ τραγούδιˬα Κεφαλλ. Ἔτσ᾽ γυμνάζεις τὰ πιδιˬά σ᾽; Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Θὰ δυμναστοῦ, νὰ μάθου τὸ τ᾽φέτσι Σῦρ. Γυμναζόμαστε ᾽ς τὴν πλατύχωρη αὐλὴ μὲ τὰ παραγγέλματα τοῦ Κώστα, ποὺ στέκουνταν ψηλὰ ᾽ς τὴν κρεββάτα (= εἴσοδον τοῦ ἐξώστου) Χ. Χρηστοβασ., Διήγ. στάνης, 65 || Φρ. Τὸν ἐγύμνασε (τὸν ἔδειρε) Πελοπν. (Γορτυν.) β) ᾽Επὶ ζῴων, δαμάζω, συνηθίζω τινὰ εἰς τὴν ἐργασίαν ᾽Ικαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA