γύμναση

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γύμναση

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γύμναση ἡ, Ι. Δραγούμ., Σταμάτ., 152 Γ. Ξενόπ., Κατήφ., 133.

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλλήνιστ. οὐσ. γύμνασις.

Σημασιολογία

Ἡ πρᾶξις τοῦ γυμνάζειν, ἡ σωματική καὶ ἡ πνευματικὴ ἄσκησις ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ γύμναση τοῦ ἀθλητῆ εἶναι συνειδητὴ ἐργασία Ι. Δραγούμ., ἔνθ᾽ ἀν. Δὲν εἶχεν ἀκόμα τόση πεῖρα, τόση γύμναση καὶ δὲν ἤξερε νὰ κρύβεται Γ. Ξενόπ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/