γλοιὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλοιὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλοιὸς ἐπίθ. λόγ. πολλαχ. καὶ Α. Πουλιαν., Θλαμέν. Νησ., 26 Α. Μαμμέλ., Θαλασσ., 61-Λεξ. Δημητρ. χλοιὸς Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γλοιός.

Σημασιολογία

1) Ὁ γλοιώδης, κολλώδης ἐνθ᾿ ἀν.: Σιγὰ σιγὰ γινήκανε ἕνα μὲ τὴν ἀκρογιˬαλιˬά, μὲ τὶς ξέρες καὶ τὰ καβάκιˬα, μὲ τὶς μαλλοῦπες καὶ τὰ φύκιˬα, τὰ θολάμιˬα καὶ τὶς ρουφῆχτρες, μὲ τὸ γλοιὸ νερὸ ’ς τὶς λουμακιˬὲς Α. Πουλιαν., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποίημ. Κιˬ ὡς τοῦ αἰθέρα | τὴν ὄψη δὲ θωρεῖ ποτὲ τὸ σῶμα ᾿ς τ᾿ ἀμμόφυκα κυλᾷ | κ᾿ εἶναι του στρῶμα ἡ γλοιὰ τοῦ βούρκου χλόη νύχτα μέρα Α. Μαμμέλ., ἔνθ᾿ ἀν. β) Ὁ ὀλισθηρὸς Λεξ. Δημητρ. Συνών. γλιτσερός. 2) Ὡς οὐσ., ὁ δαίμων, ὁ διάβολος, ὡς ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν καὶ εὐχερῶς διολισθαίνων Λεξ. Δημητρ. β) Ὁ πονηρός, ὁ πανοῦργος Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/