γλομπίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλομπίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλομπίζω ἐνιαχ. γλουbίνου Εὔβ. (Λιχάς).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλόμπος.

Σημασιολογία

Ἐπὶ φρούτων, ἀρχίζω νὰ ὡριμάζω ἔνθ᾿ ἀν.: Δὲν εἶχαν γλουbί᾿, ἦταν ἄγ᾿ρα τὰ βιρίκουκα Λιχάς. Συνών. βλέπω 19, γυαλίζω, προβάλλω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/