γλόμπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλόμπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλόμπος ὁ, κοιν. γλόμπους βόρ. ἰδιώμ. γλόbος Ἐρεικ. Ζάκ. Κέρκ. Κωνπλ. Μαθράκ. γόbος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὀθων. γλόμbος Κάρπ. Κάσ. Κῶς (Καρδάμ. Πυλ. κ.ἀ.) gλόbος Κεφαλλ. γλόbη ἡ, Ἀντίπαξ. Παξ. γλεμπὸς Στερελλ. (Δεσφίν.) χλόbος Κεφαλλ. φλόμπος Προπ. (Ἀρτάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. globo. Ὁ τύπ. γλόμπη κατὰ τὰ συνών. γῆ, πλάση, φύση.
Σημασιολογία
1) Σφαῖρα ἢ σῶμα σφαιρικοῦ σχήματος πολλαχ.: Βρῆκα ᾿ς τὸ Λαγκούβαρδο ᾿ς τὴ θάλασσα ᾿να γυˬάλινο γλόμπο. Θά ᾽ναι ’πὸ κείνους ποὺ δένουνε ᾿ς τὰ παραγάδιˬα γιˬὰ σημαδούρα Πελοπν. (Γαργαλ.) || Φρ. Τὸν ἔκαμε γλόμπο (τὸν ἐξευτέλισε) ἐνιαχ. Συνών. φρ. Τὸν ἔκανε μπίλιˬες. Μὲ τὸ γλόμπο δὲν γίνονται αὐτὰ (=δὲν γίνονται εὐκόλως, ὅπως-ὅπως) Κωνπλ. Συνών. φρ. Δὲν γίνονται μὲ τὸ τίποτα - μὲ τὰ ψέματα. 2) Ἡ γῆ ὡς ἐκ τοῦ σφαιρικοῦ της σχήματος Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Λευκ. Μαθράκ. Παξ. Πελοπν. (Γαργαλ. Κοντογόν. Κοπαν. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) - Κ. Σάθ., Τουρκοκρ. Ἑλλ., 565: Οὕλος ὁ γλόμπος Κοπαν. Βρέχει σ᾿οὕλο τὸ γλόμπο τοῦτονε τὸ χειμῶνα Γαργαλ. Θὰ χαθῇ ἡ γλόbη ὅλη Παξ. Σ᾿ αὐτὸν τσῆ γῆς τὸ γλόbο Ζάκ. Καὶ κάμουν νὰ ἐξαλειφθῇ ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ γλόμπου ἐκείνους τοὺς ἁλύσους ὁποὺ ταπεινώνουν Κ. Σάθ., ἔνθ᾿ ἀν. β) Περιοχή, τμῆμα γῆς Πελοπν. (Βισοκ. Κλουτσινοχ.) Στερελλ. (Νεοχώρ.): Θὰ γυρίσω ὅλο τὸ γλόμπο γύρω Βισοκ. 3) Σφαιρικοῦ ἢ ἄλλου σχήματος ὑάλινον περίβλημα τῶν λυχνιῶν πετρελαίου, οἰνοπνεύματος, φωταερίου, ἠλεκτρικοῦ κ.τ.τ. κοιν.: Γλόμπος μικρὸς - μεγάλος - κόκκινος - ἄσπρος – πράσινος. Ἔσπασε - χάλασε ὁ γλόμπος τοῦ ἠλεκτρικοῦ, τῆς λάμπας κοιν. Ἔσπασε ὁ γλόμπος τοῦ ᾿λεχτρικοῦ ᾿ς τὸ δρόμο μας κ᾿ ἤμαστε ᾿ς τὰ σκοτάδιˬα Πελοπν. (Γαργαλ.) Ὁ γλόμbος τῆς λάμbας σου εἶναι γεμᾶτος σκόνην Κῶς (Καρδάμ.) || Φρ. Ἤπιˬε μεσημεριˬάτικα κρασὶ πολὺ κ᾿ ἔγινε γλόμπος (ἐπὶ οἰνοπότου τοῦ ὁποίου τὸ πρόσωπον λάμπει ὡς λαμπτὴρ φωτιζόμενος) Ἀθῆν. Πειρ. Ἔγινε γλόμπος ἀπὸ τὸ κρασὶ (ταυτόσ. μὲ τὴν προηγουμ.) αὐτόθ. Δὲν ἔμεινε γλόμπος (ἐπὶ μεγάλης καὶ ὁλοσχεροῦς καταστροφῆς) Πελοπν. (Φιγάλ.) β) Μεταφ., φαλακροὶ καὶ συνεπῶς στίλβουσα κεφαλή Ἀθῆν. κ.ἀ. Τοῦ ᾿πεσαν τὰ μαλλιˬὰ κ᾿ ἔγινε τὸ κεφάλι του γλόμπος Ἀθῆν. Μάδησε ὁ ἐρμούλης καὶ γυˬαλίζει ἡ καρκάλα του σὰ γλόμπος Πελοπν. (Γαργαλ.) Τό ᾿καμις γλόμπου τοὺ κιφά᾿ σ᾿ Στερελλ. (Ἀχυρ.) γ) Τὸ ἀνδρικὸν μόριον Ἀθῆν. 4) Ἡ κεφαλή Στερελλ. (Ἀχυρ.): Ἔ᾿ς τρανὸ γλόμπου κιˬ ἂς εἶσι κὶ μ’κρός 5) Χάρτινος σφαιροειδὴς ἤ κωνοειδής φανός τὸν ὁποῖον περιφέρουν τὰ παιδία καὶ τραγουδοῦν τὰ κάλαντα Σῦρ. 6) Λύχνος Λεξ. Βλαστ. 276. 7) Ὡς ἐπίθ., ἐπὶ σταφυλῆς ἡ ὁποία ἔχει μεγάλας ρᾶγας ἐρυθροπρασίνας Στερελλ. (Δεσφίν.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλόμbος Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA