γυμνοκόλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνοκόλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυμνοκόλι τό, ἐνιαχ. γδυμνοκόλι Αἴγιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυμνοκολιˬάζω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,66-67. Ἡ γύμνωσις ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ.
Σημασιολογία
Τὸ γδυμνοκόλι ποὺ εἶδα ἐγώ, | καὶ τὴ Λαμπρὴ νὰ γνέθω (ἐπὶ τῶν ὑφισταμένων τὰς συνεπείας μεγάλης πτωχείας ἐξ ἰδίας ὑπαιτιότητος) Αἴγιν. Συνών. γυμνοκόλιˬασμα, γυμνοκολιˬασμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA