δαμαλιˬακὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαμαλιˬακὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δαμαλιˬακὸς ἐπίθ. Ἄνδρ. Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαμάλι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιακός, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Ἄνθ. Παπαδόπ., Γραμμ. βορ. ἰδιωμ., 111 πβ. S. Psaltes, Grammat. Byzant. Chron., 294.

Σημασιολογία

Ὁ προερχόμενος ἐκ μόσχου, οἷον κρέας, δέρμα κ.ἄ. ἔνθ᾿ ἀν.: Ὅταν ἕνα βόδι πάῃ τεσσάρων χρονῶν, ἀλλάσσει τὰ δόντιˬα του καὶ αὐτὰ τὰ λέγουν δαμαλιˬακὰ Ρόδ. Συνών βλ. εἰς λ. δαμαλήσιˬος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/