γλουφώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλουφώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλουφώνω Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) γλοφώνω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ *γλυφώνω<γλυφόω, καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ ἀρχ. γλύφω. Πβ. D. Oekonomides, Lautlehre Pont., 6.

Σημασιολογία

Ἐκγλύφω, κοιλώνω, ἐκσκάπτω τι διὰ τῶν δακτύλων, μαχαιριδίου ἢ τοῦ στόματος (ἐπὶ ζῴων), σχηματίζω κοίλωμα ἔνθ᾿ ἀν.: Γλουφώνει κουρία κ᾿ ἐποῖκεν ἀτο φωλέαν (κουρία = κορμὸς δένδρου) Κερασ. Ἐγλόφωσα τὸ ξύλον καὶ ἐποῖκ᾿ ἀτο ἅμον καΐκ᾿ Τραπ. Ὁ ποντικὸν ἐγλόφωσεν τὸ τουβάρ᾿ αὐτόθ. Συνών. γλουφιτσώνω, γλουφωτίζω, καυκαλιάζω, κουφώνω, σκάφω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/