γλυκὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γλυκὰ ἐπίρρ. κοιν. καὶ Λυκαον. (Σίλ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σινώπ. Τράπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν.) γλυκέα Πὸντ. (Ἴμερ. Τραπ.) Ἀπουλ. (Τσολλῖν.) Σύμ. γλυτσέα Ἀπουλ. γλυκιὰ Κρήτ. - Λεξ. Μπριγκ. Βλὰχ. Βάιγ. γλυτσιˬὰ Κύπρ. γλυτζιˬὰ Κύπρ. γυλκιˬὰ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. ἐπίρρ. γλυκά. Βλ. Βέλθανδρ. καὶ Χρυσάντζ., στ. 1831 (ἔκδ. Δ. Μαυροφρύδ., σ. 322) «περιλαμβάνει τους γνησιˬῶς, γλυκὰ καταφιλεῖ τους». Ὁ τύπ. γλυκέα καὶ εἰς Χρον. Μορ. Η 228 καὶ 2453 (ἔκδ. J. Schmitt), ὁ δὲ τύπ. γλυκιˬὰ καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Α 392 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «κ᾿ ἐχτύπαν-το γλυκιˬὰ ἀνάδιˬα ᾿ς τὸ παλάτι».

Σημασιολογία

Μεταφ., γλυκέως, ἡδέως, ἠπίως, μειλιχίως, χαριέντως κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Τσολλῖν.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτουν.) Λυκαον. (Σίλ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν κ.ἀ.) Μιλάει - τραγουδάει - κοιτάζει γλυκὰ σύνηθ. Γλυκέα καλαντεύ᾿ (= ὁμιλεῖ) Ἴμερ. Ἐκεῖν᾿ πα γλυκέα κ᾿ ἔμορφα ἐρώτεσαν ἀτεν ντὸ ἔκαμεν κ᾿ ἐσκουτούλ᾿τσεν ὁ κόσμος (ἐσκουτούλ᾿τσεν = εὐωδίασεν) αὐτόθ. Τί τέλεις ἀξ ἐμοῦ; τὸν ρώτησε γλυτσέα ὁ Τσύριο Τσολλῖν. Πάντα γλυκὰ συντ᾿αίν᾿ (ὁμιλεῖ πάντοτε ἡδέως) Τραπ. Ντὸ γλυκὰ συντυαίν᾿! (τί νόστιμα ὁμιλεῖ!) Ὄφ. Κοίτα ὅσο bορεῖς γλυκά, νὰ μὴ μὲ κόψῃς ᾿ς τὰ δύο ἰθάκ. Ὅρα οῦρ ἔν᾿ κούφουντα γλυκὰ γλυκὰ τὸ καμπζὶ (κοίταξε πῶς κοιμᾶται γλυκὰ γλυκὰ τὸ παιδὶ) Μέλαν. Πολλὰ γλυκὰ τρανᾷ (= βλέπει, κοιτάζει) Ἀμισ. || ᾌσμ. Ὡσὰ dὴ μυζηθρόπιττα δὰ σὲ τουλουπανιˬάσω, νὰ σὲ φιλῶ γλυκιˬὰ γλυκιˬά, ὥστε νὰ σὲ χορτάσω (τουλουπανιˬάσω = τυλίξω) Κρήτ. Εἶντα γλυκιˬὰ κοιμούμουνε, ἀπόψε ᾿ς τὴ μαδάρα κ᾿ εἶχα τὸ χιˬόνι πάπλωμα, τὸ κρούσταλλο σεdόνι αὐτόθ. Κρέμ-μουνταν ᾿σὰν τὰ κνιζιˬὰ κ᾿ ἐφίλουν τα γλυτζιˬὰ γλυτζιˬὰ (κνιζὶ = σταφύλι) Κύπρ. Ἄχι, γλυκὰ ποὺ σ᾿ ἀγαπῶ καὶ εἶμαι ν᾿ ἀποθάνω, ποὺ ᾿bῆκα ᾿ς τὴν ἀγάπη σου καὶ ᾿πὲ μ᾿ εῖdα νὰ κάμω αὐτόθ. Κ᾿ ἕνα τραβούδι γρίκο γιὰ σένα ἡ χέρα γράφει καί, γράφοντα, ἡ καρντία μου γλυκέα-γλυκέα μου ζάφει (ζάφει = πάλλει) Τσολλῖν. Τεῖνος γλυτζὰ συντύχανε, τεῖνος σπαχὶν του τραύαν Κύπρ. Τὴ μάννα καὶ τὸν ἀδερφὸ γλυκὰ ᾿ποκοίμησέ τους καὶ σὺ ἔβγα ὄξω ᾿ς τὶς δροσὲς νὰ δροσολοηθοῦμε Πελοπν. (Σκορτσιν.) Ἀντρόυνο ἐκάθουνταν ᾿ς ἕνα προεφαλάδι, γλυκὰ γλυκὰ κουβέντιˬαζε καὶ χύνει μαῦρο δάκρυ Ἤπ. (Κόνιτσ.) || Ποίημ.: Ζητᾷ τὴ Μάρω του ᾿ς τὸν πυρετό του, στρέφει τὰ μάτιˬα του γύρω θαμπά, νομίζει πὼς γλυκὰ ᾿ς τὸ μέτωπό του τὸ δροσερό της χέρι ἀκουμπᾷ Α. Προβελέγγ., Ποιήμ., 1, 352 Πέσε γλυκὰ νὰ κοιμηθῇς Α. Βαλαωρ., Ἔργα, 1, 17. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Χρον. Μορ. ἔνθ᾿ ἀν. στ. 228: «εἰς τὸν μαρκέσην ἤλθασιν, γλυκέα τὸν χαιρετοῦσιν».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/