δαμάλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαμάλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαμάλισμα τό, ἐνιαχ. γαμάλισμα Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δαμαλίζω (Ι).
Σημασιολογία
Ἡ ἐνέργεια καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ δαμαλίζω (Ι) 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Ὅταν πρωτοβάλουν ἕνα βόδι ᾿ς τὸ ζυό, τὸ λέγουν γαμάλισμα Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA