δαμαλισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαμαλισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δαμαλισμὸς ὁ, λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ δαμαλίζω (ΙΙ).

Σημασιολογία

Ἐμβολιασμὸς διὰ δαμαλείου ὕλης κατὰ τῆς εὐλογίας λόγ. κοιν. Συνών. βατσῖνα 2, βατσίνιˬασμα, μπόλι, μπόλιˬασμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/