γυμνορούτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνορούτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυμνορούτης ὁ, ἐνιαχ. γδυμνορούτης Πελοπν. (Κορινθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνὸς καὶ τοῦ οὐσ. ρούτα.
Σημασιολογία
Ὁ ρακένδυτος ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ. Ὁ γδυμνός, ὁ γδυμνορούτης | τὰ φλωριˬὰ στρώνει καὶ πέφτει (επί καὶ τῶν φιλαργύρων, οἱ ὁποῖοι στεροῦνται τῶν στοιχειωδῶν πραγμάτων, ἐνῷ ἀποθησαυρίζουν χρυσὸν) Πελοπν. (Κορινθ.) Συνών. γυμνός 3, γυμνορούχης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA