γυμνὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυμνὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γυμνὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ ἐγυμνὸς Χίος (Πισπιλ.) γιουμνὸς Μέγαρ. γυμνὲ Τσακων. γιˬουμνὲ Τακων. (Μελαν. Σαπουνακ.) γυβνὸς ᾽Ερεικ. Μαθράκ ᾽Οθων. γδυμνὸς σύνηθ. καὶ Πόντ. γδυμνὲς Σκῦρ. γδυμνὸς ᾽Αστυπ. Κάρπ. Κῶς κ.ἀ. γδυμινὸ Κορσ. δγυμνιˬὸς ᾽Αμοργ. ἐγδυμνὸς ᾽Αστυπ. Σύμ. ᾽Γῆλ. Χίος (Πισπιλ.) κ.ἄ. ἰγδυμνὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) γλυμνὸς Κάλυμν. γδυμνὸς Σῦρ. ζυμνὸς Εὔβ. δυμνὸς Κύπρ. ᾽υμνὸς Θράκ. (Μέτρ.) Καππ. (Φάρασ.) Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Χίος (Πυργ.) γυμν-νὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) γυν-νὸς Καλαβρ. (Βουν.) γιˬουν-νὸ ᾽Απουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ Μαρτιν. Στερνατ. Τσολλῖν.) gιˬουν-νὸ ᾽Απουλ. (Κοριλ.) γγιˬουν-νὸ ᾽Απουλ. κγιˬουν-νὸ ᾽Απουλ. gουϊ-νὸ Καλαβρ. (Βουν. Χωρίο Βουν. Γαλλικ.) gουϊνόσε Καλαβρ. (Βουν.) βγυν-νὸ Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) γουϊν-νὸ Καλαβρ. ( Βουν.) κιˬουν-νὸ ᾽Απουλ. (Κοριλ.) βιˬουν-νὸ Καλαβρ. (Βουν.) χυν-νὸ Καλαβρ. (Ροχούδ.) Θηλ. γυμνὰ Τσακων. γυν-νὴ Καλαβρ. (Μπόβ.) γυμνέσσα Πόντ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γυμνὸς. Οἱ τύπ. γδυμνός, ἐγδυμνὸς καὶ Βυζαντ. Διὰ τὸν τύπ. γδυμνὸς βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,85 καὶ 318.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐνδεδυμένος, ὁ μὴ φέρων οἱανδήποτε περιβολὴν τοῦ σώματος κοιν. καὶ ᾽Απούλ. Καλαβρ. Καππ. Πόντ. Τσακων.: Βγῆκε ζεστὸς ἀπὸ τὸ μπάνιˬο κιˬ ὅπως ἦταν γυμνός, κρύωσε κοιν. Δὲ bορῶ νὰ σ᾽ ἀνοίξω τὴν πόρτα, γιˬατὶ εἶμαι γδυμνὸς Κύθν. Γυμνοὶ ἤρθαμι ᾽ς τοὺν κόσμου, γυμνοὶ θὰ φύγουμι Μακεδ. (Πεντάπολ.) Τὸ παιῒ γ-γυρίζ-ζει γδυμνὸν τζαὶ ᾽ὰ κρυώσῃ Κῶς. Τὸ παιδὶ ἔν γυν-νὸ Καλαβρ. (Γαλλικ.) Ἦταν γδυμνὸς μέχρι τὰ κανιˬά του Τῆν (Πύργ.) Μωρὲ πιδάκιο μ᾽, δὲ γρυών᾽ς ἔτσι δὰ γδυμνὸς πού ᾽σαι : Τῆν. Ἐgὼ εἶμ-μαι gουϊν-νόσε Καλαβρ. (Βουν.) || Γυμνὲ οὔθι (= γυμνὸς ὄφις. Πβ. τὸ ἀρχ. «κενότερος λεβηρίδος» ᾽Αθὴν. 362Β) ᾽Γσακων. Γδυμνὸς ψάρ᾽, ὡς τὸν ἐγέννησεν ἡ μάννα του Μύκ. (Πβ. Π.Δ. Ἰὼβ 1,21 «αὐτὸς γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου») ᾽Επῆε γυμνὸς κιˬ ἀναζωσμένος (ἐπὶ τῶν ἐξ ἀνάγκης μετὰ σπουδῆς μεταβαινόντων που) Πελοπν. (Λακων.) Γυρίζει γυμνὸς καὶ ξετραχηλισμένος Κρὴτ. (Ἡράκλ.) Γυμνὲ νὰ ντ᾽ ὁράου (ἀρὰ) Τσάκων. || Παροιμ. ᾽Σ τὸ λουτρὸ γυμνοὶ γυρίζ᾽να (ἡ ἄσεμνος ἐκδὴλωσις εἶναι ἀνεκτὴ εἰς ὡρισμένας μόνον περιστάσεις) Θράκ. (Σαρεκκλ.) Πιˬάσ᾽ τοὺν ἐγδυμνὸν κὶ πᾶρ᾽ τὰ ροῦχα του (παρ᾽ ἀπόρου δὲν δύναταί τις νὰ προσδοκᾷ ὠφέλειάν τινα. Πβ τὸ ἀρχ. «οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος») Λυκ. (Λιβύσσ.) Ἕνα γδυμνὸ χίλιˬοι dυμένοι δὲν ἠμποροῦν νὰ γδύσουν (συνών. μὲ τὴν προηγούμ.) Ἀμοργ. Χίλιˬοι κλέφτες δὲν bοροῦν νὰ γδύσουν ἕνα γδυμνὸ (συνών. μὲ τὴν προηγούμ.) αὐτόθ. Γλυκὸς ὁ ὕπνος τὸ πρωΐ, | γυμνὸς ὁ κόλος τὴ Λαμπρὴ (ἡ ὀκνηρία συνεπάγεται πενίαν) πολλαχ. Συνών. παροιμ. Γλυκὸς ὁ ὕπνος τὴν αὐγὴ, | ζόρκος ὁ Γιˬάννης τὴ Λαμπρή, Καὶ τὸν Ἄγουστο γυμνὸς | καὶ τὸ Γεννάρη ζόρκος (ἐπί τῶν λίαν πτωχῶν) ᾽Ιόνιοι Νῆσ. Δύο γυμνοὶ σὸ χαμάμιν ταιριˬάζουνε (ἐπὶ τῶν πτωχῶν οἱ ὁποῖοι ὑπανδρεύονται ὁμοίως πτωχὰς καὶ οὕτω δὲν ἀλλάσσει ἡ οἰκονομική των κατάστασις) Πόντ. Γιˬὰ τὸν γυμνὸν οὑλοῦθε φυσάει (οἱ πτωχοὶ ἀπὸ παντοῦ εἶναι περιφρονημένοι) Πελοπν. (Πάτρ.) Ἔμαθε γυμνὸς | καὶ dρέπεται dυμένος (ἐπὶ τῶν ἐκ συνηθείας ὑπομενόντων τὰς στερήσεις καὶ μὴ θελόντων βελτίωσιν τοῦ βιοτικοῦ των ἐπιπέδου) Νίσυρ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Γυμνὸς ἤμdαν τσ᾽ ἐρρίγωσα|τσ᾽ ἀπ᾽ τὸ τρυπ᾽δὶ ξιπάγιˬασα (ἐπὶ τῶν λίαν ἐντροπαλῶν) Λέσβ. || Αἰνίγμ. Γυμνὸ εἶμαι, γυμνοὺς ντύνω, ὅπου βρίσκω πόρτα ἀνοιχτή, πηγαίνω καὶ τὴν κλείνω (ἡ βελόνη) Βιθυν. (Παλλαδάρ.) Μιˬὰ ψηλή, λιγνὴ ὅλο τὸ gόσμο dύνει κ᾽ ἐκείν᾽ εἶναι γδυμνὴ (ὁμοίως ἡ βελόνη) Νάξ. (᾽Απύρανθ.) || Ἄσμ. Σηκώθηκα καὶ ἔφυγα γδυμνὸς κιˬ ἀνεμαλλιˬάρης κ᾽ ἡ μοῖρα μου μὲ ἔβγαλε σὲ μιˬᾶς δαφνίτσας ρίζα ᾽Αμοργ. Ἄν ἴσως καὶ ᾽ὲσ-σ᾽ ἀαπῶ, στραὸς νὰ μbῶ᾽ς τὸν Ἅδη, ξεσκούφωτος ᾽ς τὴν ἐκκλησιˬά, γδυμνὸς μέσ᾽ ᾽ς τὸ χαμάμι Κάσ. Γυμνὸς καὶ ἀξυπόλυτος ἐγύριζ-ζε ᾽ς τὰ ὄρη Κῶς (Πυλ.) Ὄνειρο-ν-εἴδαμ, μάννα μου, πικρό, φαρμακωμένο πὼς ἦρτε ν-τ᾽ ἀδερφούλιμ μου γδυμνό, ξεσπαθωμένο Κῶς (Κέφαλ.) Σκλάβε, πεινᾷς, σκλάβε, διψᾷς, σκλάβε, γδυμνὸς πηγαίνεις; Οὔτε πεινῶ οὔτε διψῶ οὔτε γδυμνὸς πηγαίνω Κρήτ. (Πεδιάδ.) Γιˬέ μου, ποὺ σ᾽ εἶχα μοναχό, ποὺ σ᾽ εἶχα κανακάρη, τώρα σὲ βλέπω ᾽ς τὸ σταυρὸ γδυμνὸ κιˬ ἀνεμαλλιˬάρη Ἰων. (Σμύρν.) Καὶ πάλε δὲν ἐτ-ρόμαξα, ὡσὰν dὴν ὥραν dούτη, ποὺ ᾽δα τόχ Χάρον ἐγδυμνό, τόθ Θιˬόμ μανικωμένο Τῆλ. || Ποίημ. Γδυμνὸς ᾽ς τὸ κρεββάτι | τριγύριζα μόνος μ᾽ ὁλάνοιχτο μάτι, | μὲ χέριˬα ἀνοιχτὰ Σ. Μαρτζώκ., Ποιὴμ., 28. 2) Ὁ ἀπεψιλωμένος, ὁ ἀκάλυπτος πολλαχ.: Ὁ ἀέρας πῆρε τὰ φύλλα τοῦ δέντρου κ᾽ ἔμεινε γυμνὸ Χίος. Εἶναι ἕνα μέρος ἀψηούτσικο, γδυμνό, χωρὶς καδιˬὰ Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Μιˬὰ dαμετζάνα ᾽χομε μόνο κ᾽ εἶναι καὶ γδυμνὴ (ἄνευ προστατευτικοῦ περικαλύμματος) αὐτόθ. Γυμνὸ σπαθὶ πολλαχ. || Ἆσμ. Τὴ bιˬάνουν τσαὶ τὰ δώδεκα μὲ τὰ γυμνὰ σπαθάτσα Ἀντίπαρ. β) Ὁ στερούμενος ἐξαρτημάτων, ὁ μὴ ἐπαρκῶς ἐφωδιασμένος πολλαχ. : Γυμνὸ πλοῖο (ἄνευ ἐξαρτημάτων) Λεξ. ᾽Ηπίτ. Σπίτι ποὺ δὲν ἔχει ᾽φαdά, πὲς πὼς εἶναι γδυμνό Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Ἡ ἐκκληστιˬά μας εἶναι γdυμνή, γιˬατὶ τὸ χωρτζιˬόμ μας εἶναι φ-φτωχὸ Κῶς. 3) Ὁ ἐνδεὴς σύνηθ. : Ἔχασε ὅλη του τὴν περιουσία κιˬ᾽ ἔμεινε γδυμνὸς Πελοπν. (Τριφυλ.) Μὰ χάθηκαν οἱ κοπέλες, νά ᾽βρῃς μιˬά, νὰ τὴ bάρης, κ᾽ ἐδιˬάῃς ν᾽ ἀγαπήσῃς τὴ γδυμνή ; Νάξ. (᾽Απύρανθ.) ᾽Ανὲ bιˬάσῃ τὸ ξεφλουδισμένο κουκκί, θὰ νά ᾽ναι φτωχός, ἐγδυμνὸς (ἀνὲ bιˬάσῃ = ἂν πιάσῃ) Κρήτ. (Μεραμβ.) || Φρ. Γυμνὸς κιˬ ἀτσάτσαλος (= ἔχων πενιχρὰ σκεύη. Πβ. τὸ ἀρχ. «παττάλου γυμνότερος») Πόντ. (Οἰν.) Γυμνός, ᾽σκὸς καὶ πουλλακαμένος Ἴμβρ. || Γνωμ. Ζαγάριν ἀποὺ τὸ μανdρὶ τσ᾽ ἄθ-θρωπον ἀπὸ φύση τσ᾽ ἂς εἶ᾽ γdυμνὸς τσ᾽ ὁλόγdυμνος τσαὶ μὲ τὸ πουκαμίσι ᾽Αστυπ. || Ἆσμ. Μιˬὰ μελαχρινὴ γουστάρω | καὶ γυμνὴ θά τήνε πάρω Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Συνών. γυμνόκολος 1, γυμνοπούλλι 2. β) ᾽Επὶ οἴνου, ὁ ἀδύνατος, ὁ μὴ ἔχων ἀρκετὴν δόσιν οἰνοπνεύματος καὶ σακχάρου Κ. Στασινόπ., Κρασὶ 96 : Μερικὰ κρασιˬὰ εἶναι γυμνά, δηλαδὴ δὲν ἔχουν πάχος. 4) ᾽Επὶ ἐδάφους, τὸ στερούμενον βλαστήσεως, ἄδενδρον Μακεδ. (Μικρὸ Σούλ.) Πελοπν. (᾽Αναβρυτ.) Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.): Εἶναι γυμνὸς ὁ τόπος ᾽Αναβρυτ. Τὰ χωράφα γυμνὰ Βάτικ. Χαβουτσ. Τοὺ τσάι γίνιτι ἀπάν᾽ ᾽ς τοὺ Παgαίου ᾽ς τὰ γυμνὰ Μικρὸ Σούλ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γυμνὸς Μοσχονήσ. Γυμνὸ Εὔβ. Πελοπν. (Τρίκκ.) Γυμνὲς Μακεδ. (Δεσκάτ.) ᾽Σ τοῦ Γυμνοῦ Εὔβ. Ἴος Κέρκ. (Σιν.) 4) Τὸ ἀρσεν. ὡς οὐσ., ὁ λεῖμαξ, ὁ γυμνοσαλίγκαρος Πελοπν. (᾽Αναβρυτ. Ξεχώρ.) : Μάζωνε σκλημεάτσα μὲ καύκαλο τσ᾽ ὄχι τοὺς γυμνοὺς (σκλημεάτσα = μικροὺς σκλημέους, σαλιγκάριˬα) Ξεχώρ. 5) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ. εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν καλλιτεχνῶν, ἡ ἀπεικόνισις τοῦ γυμνοῦ ἀνθρωπίνου σώματος σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/