δαμαλόπουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαμαλόπουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαμαλόπουλο τό, Πελοπν. (Γύθ. Καλάβρυτ.) δαμαλόπ᾿λο Πελοπν. (Βερεστ.) δαμαλόπουλ-λο Νίσυρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. δαμάλι διὰ τῆς καταλ. -πουλο.
Σημασιολογία
Ἡ λ. καὶ εἰς ἔγγρ. τοῦ 1726, βλ. εἰς Καλαβρυτινὴν Ἐπετηρίδα (1906), 323 «δύο δαμάλες καὶ ἕνα δαμαλόπουλο διότικο». Μικρὸς μόσχος ἔνθ᾿ ἀν.: Βγαίνουνε κἄτι κατσίκιˬα σὰ δαμαλόπ᾿λα Πελοπν. (Βερεστ.) || ᾎσμ. Κάου σὲ ὄρη σὲ βουνὰ | εἴχανε βόιδι βόιδακα, δαμάλι, δαμαλόπουλο (ἐξ ἐπῳδ.) Πελοπν. (Γύθ.) Συνών. βοιˬδόπουλο, διὰ τὸ ὁπ. βλ. βοιˬδόπουλλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA