δάμαλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δάμαλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δάμαλος ὁ, Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Κεφαλλ. Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βερεστ. Κίτ. Μάν.) Τῆν (Κτικ. Τριαντάρ.) - Μ. Λελεκ., ᾿Επιδόρπ., 232 - Ἐπετ. Παρνασσ., 753 - Λεξ. Π. Βλαστ., 281 δάμαλους Μακεδ. (Κοζ. κ.ἀ.) Τῆν ᾿άμαλος Κάρπ. (Ἔλυμπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. οὐσ. δάμαλος.
Σημασιολογία
1) Μόσχος εὐτραφὴς ἔνθ᾿ ἀν.: Τί δάμαλος μεγάλος! Κεφαλλ. Δὲ dηρᾷς, τρομάρα μου, πὄγινε ᾿νας δάμαλος κοτζιˬάμου! Πελοπν. (Βερεστ.) || Παροιμ. Μεριˬάστε νὰ περάσ᾿ ὁ δάμαλος - Ποῦ ᾿ναι; - Δὲ βλέπετε τὰ σχοινιὰ πὄχω ᾿ς τὸ χέρι; (ἐπὶ τῶν ἐξαγγελλόντων ὡς βέβαια γεγονότα τὰς κενὰς προσδοκίας των) Μ. Λελέκ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. παροιμ. Βάρδα, ποὺ ἔρχεται τὸ βόιδι. || Αἴνιγμ. Δάμαλους, ᾿γριδάμαλους πουρνάριˬα κριτσανίζει (ὁ φοῦρνος) Μακεδ. (Κοζ.) || ᾎσμ. Ηὗρα ίλιˬα πρόβατα, ίλιˬους ἄρνους κοῦκλον πετεινόν, ὄρνιθαμ – μαύρην ταὶ κατέλ-λαν μὲ ἑκατὀ - δαμάλους (κατέλ-λαν = νεαρὰν ἀγελάδα· ἐξ ἐπῳδ.) Κύπρ. 2) Μεταφ.. ὁ εὔσωμος ἄνθρωπος Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Ἐκεῖνος ἔναι δάμαλος κ᾿ ἐτοῦτο ζαbουνιˬασμένο (= ἀδύνατο, ἀσθενικὸ) Κοgιˬάμου δάμαλος ἐσὺ νὰ μαλώνῃς μ᾿ ἐκεῖνο τὸ παιδάκι! (κοgιˬάμου = τόσον μεγάλος). β) Ὁ ἀνόητος, ὁ βλὰξ Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τῆν. (Κτικ. Τριαντάρ. κ.ἀ.): Ἔναι σωστὸς δάμαλος μὲ κόρνα (= κέρατα) Κίτ. Μάν. Μουρέ, σώπα, δάμαλε, ᾿ιˬατὶ δὲν ἔχουσι μήτ᾿ ἁάτσι, μήτε άδι οἱ κουβέdες σου Ἀπύρανθ. Εἶσι δάμαλους κἱ δὲ παίρνις τὰ γράμματα Τῆν. Συνών. βλ. εἰς λ. βόιˬδακας 2, δαμαλάκι 1γ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Δάμαλος καὶ ὡς ἐπώνυμ. Λέρ. καὶ ὡς τοπων. Ἰκαρ. (Χριστ.), ἐπίσης καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Άμαλος Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA