δαμασκέτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαμασκέτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαμασκέτο τό, Κρήτ. - Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. damaschetto = ἀργυροκέντητον ἢ χρυσοκέντητον ὕφασμα πεποικιλμένον δι᾿ ἀνθέων.

Σημασιολογία

Εἶδος ἐρυθροῦ μεταξωτοῦ ὑφάσματος πεποικιλμένου δι᾿ ἀνθέων ἢ ἄλλων σχημάτων ἐνυφαινομένων διὰ χρυσῶν ἢ ἀργυρῶν νημάτων ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/