δαμασκωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαμασκωτὸς

Τύπος

Απλό

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δαμασκωτὸς ἐπίθ. Λεξ. Βλαστ., 340 Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαμασκί, διὰ τὸ ὁπ. βλ. εἰς λ. δαμασκίς, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ωτός. Πβ. τὰ ἀμυγδαλωτός, κροσσωτός, μεταξωτὸς κ.ἄ.

Σημασιολογία

1) Δαμασκὶς 1, τὸ ὁπ. βλ., Λεξ. Βλαστ., ἔνθ᾿ ἀν.: Δαμασκωτὸ σπαθί. 2) Ἐπὶ ὑφασμάτων, τὸ ὑφασμένον καὶ πεποικιλμένον κατὰ τὴν Δαμασκηνὴν τεχνοτροπίαν Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Δαμασκωτὰ τραπεζομάντηλα Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/