γλυκάδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκάδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλυκάδι τό, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Οἰν. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) γλυκάδιν Πόντ. (Κερασ. Νικόπ.) γλυκάδ᾿ σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. Μύκ. γλυκάδι Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) γλυκάιδι Τσακων. (Μέλαν.) gλυκάδι Καλαβρ. (Μπόβ.) γλυκάνdι Ρόδ. γλυκάιν Ἰκαρ. (Εὔδηλ. κ.ἀ.) Κῶς (Καρδάμ.) γλυκάι Κάρπ. Κάσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. οὐσ. γλυκάδιον. Ὁ τύπ. γλυκάδιν καὶ Βυζαντ.

Σημασιολογία

1) Ἔδεσμα ἤ ποτὸν ἔχον τὴν γεῦσιν γλυκεῖαν, γλύκυσμα ἤ ἠδύποτον Βιθυν. (Κουβούκλ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κάρπ. Κάσ. Κέρκ. Κορσ. Πόντ. (Ἰνέπ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Ρόδ. - Λεξ. Αἰν.: Τοὺν ἠπήγανι κὶ λουγιˬῶ τοῦ λουγιˬοῦ γλυκάδιˬα, γιˬὰ νὰ σ᾿κωθῇ ἡ βασιλὲς νὰ φάῃ τ᾿ νύχτα (ἐκ παραμυθ.) Αἶν. Τί σπέρνεις αὐτοῦ;- Τὸ γλυκάδι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ φαρμάκι γιˬὰ τὰ στραβὰ καὶ τὰ χαλινωμένα (ἐξ ἐπῳδ.) Κέρκ. || ᾌσμ. Ἐτάιζά την ζάχαρη κ᾿ ἐπότιζά την μόσχο, κ᾿ ἔπιˬε τὸ μόσχο τὸ καλὸ κιˬ ἄλλα πολλὰ γλυκάδιˬα Κορσ. Ἐκανακίστην ὁ παστός, φέρ᾿τε τὰ γλυκάνdιˬα μας καὶ τὰ μελιτᾶτα μας (γλυκάνdιˬα = ἠδύποτα) Ρόδ. β) Οἶνος γλυκὺς Καλαβρ. (Μπόβ.) 2) Συνήθως κατὰ πληθ., οἱ ἀδένες ἀνθρώπων καὶ ζῴων, οἱ ὑπογνάθιοι, οἱ μασχαλιαῖοι, ἰδιαιτέρως δὲ οἱ ὑπὸ τὸ περιτόναιον καὶ οἱ μεσεντερικοί, ὡς καὶ τὰ λιπώδη μέρη τῶν σπλάχνων πολλαχ. καὶ Τσακων. (Μέλαν.): Ἐτηγάνισε τὰ γλυκάδιˬα κ᾿ ἐφάγαμε σύνηθ. Τὰ γλυκάδιˬα τὰ κάναμι μὶ τοὺ βούτ᾿ρου, μ᾿ ἀλεύρ᾿ χάσ᾿κου (= λευκὸν) Προπ. (Μαρμαρ.): Τὰ γλυκάδιˬα εἶνι πουλὺ νόστ᾿μα Στερελλ. (Σπάρτ.) Τ᾿ς ἐλιˬὲς τοῦ σφαχτῶνε τσὶ λέμε γλυκάδιˬα (ἐλιˬὲς = ἀδένες) Πελοπν. (Παιδεμέν.) Ἔφαϊς γλυκάδιˬα τζιγαριστὰ Σάμ. Ὁ καλύτερος μεζὲς εἶναι τὰ γλυκάδιˬα τοῦ χοίρου τηγανιτὰ Μῆλ. Μᾶς ἔβαλι γιὰ μιζὲ κατ᾿ γλυκάδιˬα ἀποὺ τοὺ ψημένου τ᾿ ἀρνὶ κ᾿ ἤπιˬαμαν κάμπουσα τσίπ᾿ρα (= ρακὴ) Ἤπ. (Κουκούλ.) Βάζαμι κὶ τὰ γλυκάδιˬα ᾿ς τοὺν πατσᾶ Θεσσ. (Γερακάρ.) Θά ᾿χῃ ἡ νοικοκυρὰ βρασμένα τὰ πλεμόνιˬα, τὶς ἐλιˬές, τὰ γλυκάδιˬα τοῦ χοιρινοῦ Πελοπν. (Κλειτορ.) Πρήζουνται τὰ γλυκάδιˬα τους, μαυρίζει οὕλο τους τὸ κορμὶ καὶ σὲ εἰκοσιτέσσερες ὧρες τὰ πνίγει τὸ ἀμπελοκλάδι (= θανατηφόρος ἀσθένεια τῶν νηπίων) Πελοπν. (Ἦλ.) || ᾎσμ. Τὰ γλυκάδιˬα τοῦ λαιμοῦ σου μ᾿ ἔφεραν μπαϊλντισιˬὰ κ᾿ ἔπεσα νὰ τὰ φιλήσω κ᾿ ἔπεσα ᾿ς τὴν ἀγκαλιˬὰ Πελοπν. (Πάτρ.) Συνών. ἀντερόγκλειση, γλυκά, ἔγκλειση, ἐλιˬές. β) Ἀδένες τῆς κεφαλῆς ἢ τοῦ ὀλοῦ τοῦ ὀκτάποδος Ἀγαθον. Στερελλ. (Ἀστακ.): Δόλωμα βάνομε πάλι ἀπὸ χταπόδι, τὰ γλυκάδιˬα Ἀγαθον. Εἶνι πουλὺ νόστιμα τ᾿γα᾿τὰ τὰ γλυκάδιˬα τοῦ χταποδιˬοῦ Ἀστακ. γ) Οἱ νεφροὶ τοῦ σφαγίου Πελοπν. (Πάτρ): Γλυκάδιˬα τοῦ ἀρνιˬοῦ. δ) Οἱ ὄρχεις ἀνθρώπων καὶ ζῴων Ἤπ. Πελοπν. (Λάστ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ. 338 Π. Γενναδ., Γεωργ. Γλωσσ., 13.: Παροιμ. Καρτερῶντας ἡ ἀλ᾿ποῦ νὰ πέσουν τοῦ κριαριˬοῦ τὰ γλυκάδιˬα ἐψόφησ᾿ ἀπὸ τὴν πεῖνα (ἐπὶ ματαίων ἐλπίδων) Λάστ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Συνών. βλ. εἰς λ. γλυκὸς Γ3. ε) Τὸ πὰγκρεας Πελοπν. (Κάμπος Λακων. στ) Τὰ ἀκροκώλια τῶν σφαζομένων ὀρνίθων, ἤτοι αἱ πτέρυγες, οἱ πόδες, ὁ λαιμὸς Σκόπ. - Λεξ. Κομ. Περίδ. Βυζ. ζ) Τὰ ἐντόσθια τῶν ὀρνίθων Λεξ. Βυζ. 3) Τὸ λαχανευόμενον φυτὸν Τορδύλιον τὸ φαρμακευτικὸν (Tordylium officinale) τῆς οἰκογ. τῶν Σκιαδιοφόρων (Umbelliferae) Ἤπ. (Δίβρ. Κουκούλ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Συνών. γλυκολάχανο, καυκαλίδα, μοσκολάχανο, μοσκοπαππαδιˬά. 4) Κατ᾿ εὐφημισμ., τὸ ὄξος σύνηθ. καὶ Πόντ. Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.): Καλὸ - δυνατὸ - ἀδύνατο γλυκάδι σύνηθ. Ρῖξε γλυκάδι ᾿ς τὶς φακὲς Ἄνδρ. (Γαύρ.) Φέρ᾿ τὸ γλυκάδι νὰ ρίξουμε ᾿ς τὴ σαλάτα Πελοπν. (Λακεδ.) Πᾶρε τὸ μbουκ-άλ-λιν νὰ ᾿γοράσῃς γλυκάιν Κῶς (Καρδάμ.) Μᾶς τέλεψε τὸ γλυκάδι καὶ δὲν ἔχω νὰ κάνω σκορδαλιˬὰ Ἰων. (Σμύρν.) Νὰ βάλῃς καὶ λίγο σκόρδο καὶ γλυκάδι, φόντε τὶς μαγερεύῃς τσὶ φακὲς Πελοπν. (Παιδεμέν.) Νὰ ρίχνῃς πολὺ γλυκάδι ᾿ς τὸ πιˬάτο σου Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Ἔρριξε γλυκάδι ᾿ς τὰ φασόλιˬα Πελοπν. (Τριφυλ.) Χωρὶς γλυκάδι γίνεται στιφάδο; Πελοπν. (Κοπαν.) Τοῦρκος εἶναι τὸ γλυκάδι του (Τοῦρκος = πολὺ δριμὺ) Εὔβ. (Βρύσ.) Νὰ φκε͜ιάξῃς σαρδέλες μὲ γλυκάδι Πελοπν. (Δίβρ.) || Φρ. Γλυκάιδι νὰ ναθῇ (γλυκάδι νὰ γίνῃ, ἐνν. τὸ κρασί· ἀρὰ) Μέλαν. || Παροιμ. Μὶ τοὺ μέλι τρώιτι πιˬότιρου ψουμὶ παρὰ μὶ τοὺ γλυκάδ᾿ (διὰ τῶν καλῶν τρόπων ἐπιτυγχάνει τις περισσότερα ἤ διὰ τῶν κακῶν) Εὔβ. (Στρόπον.) Ἡ σημ. καὶ εἰς Δουκ. εἰς λ. γλυκάδιον || ᾎσμ. Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνὸ ποὺ ἔχει τὸ σημάι; ἐκεῖ μοῦ τὸ ποτίσανε, κερά, τσεῖν᾿ τὸ γλυκάιν Ἰκαρ. (Εὔδηλ.) Συνών. ἀμελέτητο, ξίδι. 5) Ἡ χολιδόχος κύστις τῶν ζῴων, προφανῶς κατ᾿ εὐφημισμ. Πελοπν. (Κορινθ.) 6) Τὸ δηλητήριον, ἰδιαιτέρως δὲ τὸ ἀρσενικόν, εἰς τὴν χρῆσιν του ὡς μυοκτόνου, κατ᾿ εὐφημισμ. Βιθυν. (Κατιρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) 7) Ἡ ἐλαφρᾶς μορφῆς ἀσθένεια λέπρα, κατ᾿ εὐφημισμ. Μακεδ. (Κοζ.) 8) Κατὰ πληθ., ὁ ἐκ μεταξίνων κλωστῶν θυσανώδης σπόγγος, ὁ τιθέμενος εἰς τὸ μελανοδοχεῖον διὰ τὴν ἀπορρόφησιν τῆς μελάνης καὶ διὰ ν᾿ ἀποτρέπη τὸ χύσιμον αὐτῆς Πόντ. (Τραπ.) 9) Ὁ φλοιὸς τῶν καρπῶν Πόντ. (Οἰν.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλυκάδ᾿ Θάσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/