γλύκαδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλύκαδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλύκαδο τό, Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλυκάδι κατὰ τύπ. μεγεθ.

Σημασιολογία

Γλυκάδι 3, τὸ ὁπ. βλ.: ᾎσμ. Ἕνα bουκάλι γλύκαδο ᾿ς τὰ χέριˬα μου τὸ πῆρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/