γυμνοψώλης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυμνοψώλης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυμνοψώλης ὁ, ἐνιαχ. γδυμνοψώλης Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ Κοντογόν. Μαργέλ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυμνὸς καὶ τοῦ οὐσ. ψωλή.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων πέος μὲ γυμνὴν τὴν βάλανον, μὴ καλυπτομένην ὑπὸ πόσθης ἐνιαχ. Συνών. βλ. εἰς λ. γυμνοπούτσης. β) Μεταφ., ὁ λίαν πτωχός, ὁ ἀκτήμων Πελοπν (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Κοντογόν. Μαργέλ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) : Μωρ᾽, τί τοῦ ζήλεψες τοῦ γδυμνοψώλη, ποὺ τὸν ἀγάπησες; Γαργαλ. Πῆγε κ᾽ ἐκείνη νοικοκυροπούλα κιˬ ἀγάπησε τὸ γδυμνοψώλη τὸ γιˬὸ τσῆ Καλλίτσας, ποὺ δὲν ἔχει ὥρας ἁλάτι (δηλ. εἶναι πολὺ πτωχὸς) Κοντογόν. Συνών. ἀβράκωτος 1, ἀνακολάρης (εἰς λ. ἀνακολάρις), γυμνόκολος 2, γυμνοπούτσης 2, ξεβράκωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/