γύμνωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γύμνωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γύμνωμα τό, λόγ. ἐνιαχ. γδύμνωμα Λεξ. Βάιγ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυμνώνω. Ὁ τύπ. γδύμνωμα καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Ἡ πρᾶξις καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ γυμνώνειν ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Ὦ ἀγκαλιˬάσματα τῆς πόρνης, ὦ γυμνώματα, ὦ φιλιˬά, ὦ τῆς κόρης, ποὺ ντροπιˬάζεται, δάκρυα καὶ ξεφωνητὰ Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, 46.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA