δανεικολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δανεικολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δανεικολόγος ὁ, Πελοπν. (Γορτυν. Δίβρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δανεικολογῶ.
Σημασιολογία
Δανεικαρολόγος, τὸ ὁπ. βλ.: ἔνθ᾿ ἀν.: Σήμερα πᾶμε ᾿ς τὸ δικό μου χωράφι μὲ τὸ δανεικολόγο μου Γορτυν. β) ᾿Επὶ ποιμένων, ὁ δανειζόμενος πρὸς τυροκομίαν τὸ γάλα τῶν προβάτων ἄλλου ποιμένος ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. σμίχτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA