γλυκαηˬδόνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκαηˬδόνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλυκαηˬδόνι τό, Ἤπ. - Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 423.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. ἀηδόνι.

Σημασιολογία

Ἡ ἀηδών, λόγῳ τοῦ ᾄσματος αὐτῆς τὸ ὁποῖον προκαλεῖ εὐχαρίστησιν ἔνθ᾿ ἀν.: ᾌσμ. Νά ἤμουν πουλλὶ γλυκαηˬδόνι, νά ἤμουνα χελιδόνι Ἤπ. Κ᾿ ἕνα πουλλὶ γλυκαηˬδόνι ψηλὰ σὲ κυπαρίσσι ἐκελαηδοῦσε θλιβερὰ μὲ τὴ γλυκε͜ιὰ λαλιˬά του αὐτόθ. || Ποίημ. Καὶ πο͜ιὰ λευκοπερίστερα καὶ μελανοτρυγόνιˬα, ποὺ κλείνουν μέσ᾿ ᾿ς τὰ στήθιˬα τους τὸν πόνο τὴ στοργή, μπροστὰ ᾿ς τὴ μάννα δὲν πετοῦν καὶ σὰν τὰ γλυκηˬδδόνιˬα δὲν ψάλλουν τῆς ἀγάπης της τὴν ἄφθαστη κορφή; Φ. Πανᾶς, ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/