γύμνωση
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γύμνωση
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γύμνωση ἡ, λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. γύμνωσ᾽ Μύκ. κ.ἀ. γύμνουσ᾽ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γύμνωσις.
Σημασιολογία
1) Ἡ πρᾶξις καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ γυμνοῦ λόγ. κοιν. 2) Τὰ γυμνὰ μέρη τοῦ σώματος Μύκ. : Δὲν ἐδιˬούσαμε τὴ γύμνωσ᾽ (δὲν εἴδαμε τὰ γυμνὰ μέλη). Πβ. γύμνωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA