γυναῖκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναῖκα
Τυπολογία
γυναῖκα ἡ, κοιν. καὶ ᾽Απουλ (Καλημ. Καστριν. Στερνατ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Βουν κ.ἀ.) ΙΙόντ. (Οἰν. ᾽΄Οφ. Τραπ.) υναῖκα Κορσ. γυν-ναῖκα Χίος (Μάρμαρ.) γυνιˬαῖκα Μακεδ. (Χαλκιδ.) γιˬουναῖκα ᾽Αθῆν. (παλαιότ.) Εὔβ. (Κύμ.) Λῆμν. Μέγαρ. γουναῖκα Τσακων. (Πραστ. Βάτικ. Χαβουτσ.) γεναῖκα Α. Ρουμελ. (Καρ. Μεσημβρ. Σωζόπ.) ᾽Αστυπ. Βιθυν. (Κίος) Ἰκαρ. Καρ. (Ἁλικαρνασ.) Κίμωλ. Κύπρ. (Αἰγιαλ. Καλοπαναγιώτ. Κυθρ. Μουτουλ Πεδουλ. Πρόδρομ.) Κῶς (Καρδάμ. Πυλ.) Νίσυρ. Πάτμ. Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Παιδεμέν. Τριφυλ. κ.ἀ.) Σέριφ. Σκῦρ Σύμ. Σῦρ. Τῆλ. κ.ἀ.-Λεξ. Μπριγκ. γεν-ναῖκα Εὔβ. (Κουρ.) ᾽ναῖκα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ᾽νιˬαῖκα Μακεδ. (᾽Αρν. Βαρβάρ. Μεσορ. Σταν. κ.ἀ.) gυναῖκα ᾽Απουλ. (Καλημ.) ᾽υναῖκα Α. Ρουμελ. (Καβακλ. Μικρὸ Μοναστήρ.) ᾽Ικαρ. Κάλυμν. Καππ. (᾽Ανακ. Φάρασ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ. Μεσοχώρ.) Κάσ. Λυκαον. (Σίλ.) Μεγίστ Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Φιλότ κ.ἀ.) Πόντ (᾽Αμισ. ᾽Αντρεάντ. ᾽Αργυρόπ. ᾽Ινέπ. Κερασ. Νικόπ κ.ἀ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Σύμ. Σῦρ. Τῆν. (Πύργ.) Χάλκ. Χίος (Πυργ.) ᾽εναῖκα Καππ. (Σίλατ. Σινασσ.) Κύπρ. (Καλοπαναγιώτ. Πρόδρομ. κ.ἀ.) Λυκαον. (Σίλ.) ᾽ναῖκα Καππ. (᾽Ανακ. ᾽Αραβάν. Γούρτον. Δίλ. Μισθ. Οὐλαγ. Σίλατ. Σινασσ. Φάρασ. Φερτ. Φλογ κ.ἀ.) Πόντ. (Κοτύωρ κ.ἀ.) εναῖκα Κέως ζ-ζυναῖκα Κάλυμν. ζ-ζεναῖκα Κάλυμν. κυναῖκα ᾽Απουλ. (Κοριλ.) δυναῖκα Χάλκ. ᾽νιˬαῖκα Καππ. (᾽Ανακ.) Γενικ.. γυναικὸς Ζάκ. Ἤπ. Θράκ. (Καλαμ.) Ἰκαρ. Κεφαλλ. Κύνθ. Λευκ. (Φτερν. κ.ἀ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. Ξεχώρ. Σαηδόν. κ.ἀ.) Πόντ. (Τραπ.) Σῦρ. γυναικὸ Καλαβρ. (Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) γυνικὸς ᾽΄Ηπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) γεναικὸς Νισυρ. γεναικοῦ Εὔβ. (Κουρ.) Θράκ. (Μυριόφ.) Κῶς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Σῦρ. ᾽νικοῦ Εὔβ. (Στρόπον.) ᾽ναικοῦ Σάμ. ᾽υναικοῦ Νάξ. (᾽Απύρανθ.) γουναιτσὶ Τσακων. ᾽ναικιˬοῦ Καππ. (Σινασσ) ᾽ναικαγιˬοῦ Καππ. (᾽Αραβ.) Αἰτιατ. γυναῖκαν ᾽Ικαρ. Κύπρ. Μεγίστ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) γεναῖκαν Κύπρ. ᾽υναῖκαν Πόντ. (Τραπ.) Πληθ. ὀνομαστ. γυναῖκε Καλαβρ. (Μπόβ.) Κορσ. γυναῖκοι Πόντ. (Ματζούκ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ᾽ναῖκις πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γυναῖτσες Πελοπν. (Μάν. Ξεχώρ. Σαηδόν. κ.ἀ.) γουναῖτσε Τσακων. Γενικ. γυναικῶνε Κεφαλλ. Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. Λακων.) ᾽ναικοῦν Λέσβ. γυναικιοῦς Προπ. (Κύζ. Πανορμ.) ᾽ναικεσιˬοῦ Καππ. (Σινασσ.) ᾽ναικεζιˬοῦ Καππ. (Φερτ.) Αἰτιατ. γυναῖκας ᾽Ικαρ. υναῖτσε Χίος (Πυργ.) γυναῖτε Τσακων. γυναίκους Πόντ. (Ματζούκ. ᾽΄Οφ.) γυναικιˬοὺς ᾽΄Ηπ. (Βούρμπιαν.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γυναῖκα, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γυνή. Ὁ τύπ. γεναῖκα ἤδη εἰς παπύρους 5ου καὶ 6ου αἰ. Βλ. S Kapsomenakis, Voruntersuch, zu einer Gramm. Der Papyri 33.
Σημασιολογία
1) Ἡ γυνὴ κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἄνδρα κοιν. καὶ ᾽Απουλ (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Στερνατ.) Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ. κ.ἀ.) Καππ. (᾽Ανακ. ᾽Αραβάν. Γούρτον. Δίλ. Μισθ. Οὐλαγ. Σίλατ. Σινασσ. Φάρασ. Φερτ. Φλογ. κ.ἀ.) Λυκαον. (Σίλ.) Πόντ. (᾽Αμισ. ᾽Αντρεάντ. ᾽Αργυρόπ. ᾽Ινέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Νικόπ. Οἰν Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Βάτικ. Πραστ. Χαβουτσ. κ.ἀ.) : ᾽Σ τὴν ἐκδρομὴ ἤμασταν πέντε ἄντρες καὶ τέσσερις γυναῖκες. Εἶμαι γριὰ γυναῖκα καὶ ξεχνῶ. ᾽Σ τὶς τελευταῖες ἐκλογὲς ψήφισαν καὶ οἱ γυναῖκες κοιν. Ἤτανε προκομμένη γυναῖκα κι. ἄξια Κίμωλ. Ἤπ-εσε μιˬὰ γεναῖκα ᾽ς τὸδ-δρόμον τζ᾽ ἐλιοθύμησε Κῶς. Ἔχομε γεναῖτσες γιˬὰ τὸ τρύγος Σκῦρ. Τὰ ᾽ναῖκες φέρικαν νήματα (αἱ γυναῖκες ἔφεραν νήματα) Φλογ. Σπέριζαν τὰ γυναῖτσε (ἔσπερναν αἱ γυναῖκες) Μισθ. Τοῦ ᾽ναῖκας γιˬατρικὰ κάνισκαμ᾽ (ἐχρησιμοποιοῦμεν γυναικεῖα ἰατροσόφια) ᾽Ανακ. ᾽΄Αντρας ἄντρα καὶ ᾽ναῖκα ᾽ναῖκα σαβανιˬάζ᾽ (= σαβανώνει ἄνδρας τὸν ἄνδρα καὶ γυναῖκα τὴ γυναῖκα) Δίλ. ᾽Επῆαν οἱ γεναῖτες, ηὗραν τὸν γέρον τ᾽ ἔκαμαν δέησιν (ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. ᾽΄Εκανι νυχτέρ᾽ ἡ ᾽ναῖκα κ᾽ ἔγνιθι κὶ μπάλουνι (ἐκ διηγ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) Ἔκοβε τὰν πλεξίδα τᾶ γουναιτσὶ (ἔκοψε τὴν πλεξίδα τῆς γυναικὸς) Τσακων. ᾽Εκε͜ιὰ ἡ ᾽ναῖκα κάατι κάατ᾽ καθούμε᾽ (κάατι κάατ᾽ = κάθεται κάτω) Σαμοθρ. || Φρ. Στάμενη γυναῖκα (ὥριμος) πολλαχ. Γυναῖκα τοῦ καιροῦ της (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) πολλαχ. Σωστὴ γυναῖκα (ἐνάρετος) πολλαχ. Γυναῖκα μὲ τὰ οὕλα της (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) πολλαχ. Παρδαλὲς γυναῖκες (ἐλευθερίων ἠθῶν) σύνηθ. Κακὲς γυναῖκες (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) πολλαχ. Ἄχαρε γυναῖκε (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μπόβ. Κατσὴ γυναῖκα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κορσ. Ἄσκημες γυναῖκες (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κύπρ. Οἱ μαννάδες των ἤσανε γυναῖκες (εἰρων. ἐπὶ ἀνυπάρκτου συγγενείας) Κρήτ. Γυναῖκα κατὰ γυναικοῦ (τελείως μόνη, ἄνευ προστασίας) πολλαχ. Κατὰ γυναικοῦ, πολλὰ κουκκία ἐποῖκεν (καίτοι γυνὴ μόνη, συνεκέντρωσε πολὺν σῖτον) Χαλδ. Θὰ πᾶμε κατὰ γυναικὸς (μόνον γυναῖκες) Πελοπν. (Πλάτσ.) ‖ Παροιμ. Ἡ γυναῖκα ἔβαλε τὸ διάβολο ᾽ς τὸ μπουκάλι (ὡς λίαν πανοῦργος) κοιν. Ἑ γυναῖκα ἐκόμbωσε᾽ ὸ dαιμόνι (ἐ κόμbωσε = ἔδεσεν, ἐξηπάτησε∙ συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἀπουλ. Τὰ σέρνει ἡ τρίχα γυναικὸς ἁμάξι δὲν τὰ σέρνει (πανίσχυρος ἡ γυνὴ) Σῦρ. Ἡ γυναῖκα ἅμα παντρευτῇ καὶ τὸ μουλάρι ἅμα σαμαρωθῇ, φαίνουνται οἱ πληγές τους (ἐκ πείρας γνωρίζεται ἡ ἀλήθεια) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Τοὺ εἶπι ἡ γυναῖκα, τοὺ εἶπι κιˬ οὑ Θιὸς (πείσμων ἡ γυνὴ) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) || Γνωμ. Ἡ γυναῖκα εἶναι ἑφτάψυχη (διὰ τὴν ἀντοχὴν της) κοιν. Τὸ μεγαλύτερο θεριˬο εἶν᾿ ἡ γυναῖκα (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Ἄνδρ. δδΓυναίκας, τουφεκιˬοῦ καὶ μουλαριˬοῦ μὴ bιστεύεσαι (εἶναι ἐξ ἴσου ἐπικίνδυνα) Κρήτ. Γυναῖκα χωρὶς ἐντροπὴ φαῒ χωρὶς ἁλάτι (ἡ σεμνότης εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀρετὴ τῆς γυναικὸς) Κεφαλλ. Ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάῃ ἀπὸ κακὴ γυναῖκα Πελοπν. (Γύθ.) || Αἰνίγμ. Τρυπητὸς κατσουνωτὸς σὲ γυναίκας τρῦπαμ μπαίν-νει (τὸ ἐνώτιον) Χίος (Πισπιλ.) Ἡ κουπέλα τό ᾿᾿, ἡ ᾿ναῖκα τοὺ εἶχι, οὑ Λιφτέρ᾿ς τό ᾿᾿ μπρουστά, οὑ Γαβριὴλ πίσου (τὸ γράμμα λάμδα) Μακεδ. (Χαλάστρ.) || ᾌσμ. Νά ᾿μουν τ᾿ ἐγιˬὼ μιˬὰ λυˬερὴ ταὶ σὰν ἐσὲγ γυναῖκα, ὅπκο͜ιος μοῦ ζήταν ᾿ναφ φιλίν, ἐδίουν του ᾿γιˬὼ δέκα Κύπρ. Ἠπῆρτα μbρὸν – ἀμbρὸ νὰ ταρήσω τίς ἔναι κ᾿ ηὕρηκα τὸπ πατρούνα μὲ dύο γυναῖκε (πῆγα κατὰ πρῶτον νὰ ἰδῶ ποιὸς εἶναι καὶ βρῆκα τὸν νοικοκύρη μὲ δύο γυναῖκες) Κύπρ. β) Εἰς τὴν παιδιὰν «Μᾶρκος ἢ γυναῖκα» ἡ ὄψις τοῦ νομίσματος ἐπὶ τῆς ὁποίας παριστάνεται γυνὴ καθημένη ἐνιαχ. 2) Ἡ Ἀννούλα μας μεγάλωσε, ἔγινε πιˬὰ σωστὴ γυναῖκα. Μὴν τὴ μαλώνῃς τὴ Μαρία, γιˬατὶ δὲν εἶναι πιˬὰ παιδί, εἶναι ὁλόκληρη γυναῖκα. Ἐσύ, γυναῖκα πιˬά, παίζεις ἀκόμη μὲ τὶς κοῦκλες; κοιν. Ὁλόκληρη γυναῖκα, δὲ ντρέπεσαι νὰ πιˬάνεσαι μὲ τὰ παιδιˬά; Εὔβ. (Βρύσ.) Κοζζάμου γεναῖκα τ᾿ ᾿ὲν ἔει τρόπους πάνω της (δὲν ἔχει καλὴν συμπεριφορὰν) Κῶς. 3) Ἡ σύζυγος κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. Πόντ. Τσακων.: Ἔχει δυˬὸ παιδιˬὰ ἀπ᾿ τὴν πρώτη του γυναῖκα. Αὐτὸν τὸν κάνει ὅπως θέλει ἡ γυναῖκα του. Ἡ γυναῖκα μου μαγειρεύει ὡραῖα. Ἔχει γυναῖκα τὴν κόρη τοῦ δασκάλου κοιν. Ἡ γ᾿ναῖκα μ᾿ εἶνι τσάλαβη (= ἀκατάστατη) Μακεδ. (Γήλοφ.) Τὸ δίνανε τὸ σερνικοβότανο καὶ τὸ πίνανε ἄdρας καὶ γυναῖκα καὶ κάνανε σερνικὰ παιδιˬὰ Κάλαμ. Μάννις δὲ γένουντι, ᾿ναῖκις γένουντι τρεῖς (μητέρες δὲν γίνονται παρὰ μία, ἐνῶ γυναῖκες εἶναι δυνατὸν νὰ πάρῃ κάποιος τρεῖς) Θεσσ. (Σκήτ.) Ἔχει μιˬὰ γυναῖκα, ἡ χάρη τ᾿ς (πολὺ χαριτωμένη) Μύκ. Ἔgρατσε τῆ gυναικὸς του (ἔgρατσε==ἔγραψε) Καλαβρ. Τ᾿ ἐμὸν ἡ γυναῖκα (ἡ σύζυγός μου) Πόντ. Βρὲ γυναῖκα, τὸ τσαὶ τὸ συβαίνει μὲ τὸ βόιδι μας (ἐκ παραμυθ.) Μέγαρ. Τοῦτον dὸν ἄνdρα θὰ τὸχ χωρίσῃ αὔργιˬον ἡ γεναῖκα του Τῆλ. Ἐτότες φωνάζει τ᾿ς γυναίκαςτου καὶ τ᾿ς λέει, ᾿υναῖκα, ἐγὼ θὰ πεθάνω (ἐκ διηγ.) Σῦρ. || Φρ. Σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις (ἐκ τῶν Πράξ. Ἀποστ. κα΄ 5, ἐπὶ τῶν συμμετεχόντων πανοικεὶ εἰς ἑορτὴν ἢ ἄλλην τινὰ συγκέντρωσιν) λογ. σύνηθ. Τὸν ἔβαλε ἡ γυναῖκα του ᾿ς τὸ βρακί της (ἐπὶ ἀβούλων συζύγων) κοιν. || Παροιμ. Γυναῖκα θέλω, τώρα τὴ θέλω (ἐπὶ τῶν ἀνυπομόνων) κοιν. Πᾶρε σκυλλὶ ἀπὸ μαντρί, γυναῖκα ἀπὸ σόι (ἡ εὐγενὴς καταγωγὴ ἐγγύησις καλοῦ χαρακτῆρος) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἡ γυναῖκα εἶναι κόλλα | καὶ γυρεύει ἀπὸ ὅλα (ὁ γάμος συνεπάγεται πολλὰς ύποχρεώσεις) Πελοπν. (Λάστ.) Γυναῖκα καὶ πεπόνι | ἡ τύχη τὰ διˬαλέγει (ἡ ἐπιτυχία εἰς τὴν ἐκλογὴν συζύγου εἶναι ζήτημα εὐνοίας ἐκ μέρους τῆς τύχης) Κρήτ. Τὴ γυναῖκα καὶ τὸ σπίτι, ἀπῆς θὰ γενῇς νοικοκύρης, θὰ τὰ μάθῃς (ἐκ τῆς πείρας ἀποκτᾷ τις τὴν πραγματικὴν γνῶσιν προσώπων καὶ πραγμάτων) Κρήτ. || Γνωμ. Ὁ ἀέρας καὶ ἡ γυναῖκα δὲν κλειδώνουνται (δυσφύλακτος ἡ γυνὴ. Ἡ σημ. ἤδη ἀρχ. Πβ. Εὐριπ., ἀποσπ. (ἕκδ. Nauck) «μοχθοῦμεν ἄλλως θῆλυ φρουροῦντες») Πελοπν. (Περιθώρ.) Ὁ ἄντρας λέει λεμόνιˬα | κ᾿ ἡ γυναῖκα λέει πεπόνιˬα (πείσμων ἡ γυνὴ) πολλαχ. Τοῦ καλοῦ τ᾿ ἀdροῦ ἡ ᾿ναῖκα ἀπ᾿ τοὺ μάγ᾿λου φαίνιτι (ἡ ὄψις τῆς γυναικὸς τεκμήριον τῆς καλῆς ἢ κακῆς συμβιώσεως μετὰ τοῦ συζύγου της) Λέσβ. Ὅπο͜ιος δέρνει τὴ γυναῖκα του, δέρνει τὸ κεφάλι του (ὁ πρὸς τὴν σύζυγον σεβασμὸς ἀντανακλᾷ ἐπὶ τὸν σύζυγον) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 4, 231. Ἡ γυναῖκα, ὅσες φορὲς γεννᾷ, ξαναγεννε͜ιέται Θήρ. || Αἰνίγμ. Δυὸ γυναῖκες πᾶνε πέρα, καθεμιˬὰ μὲ τὸ παιδί της (ἐν ὅλῳ τρεῖς: μὴτηρ, θυγάτηρ, ἐγγόνη) Πελοπν. (Μεσσην.) Γεναῖκα ἀναμαλ-λαρκὰ ἔκαμεν γιˬὸν ὡραῖον, ἄγγονον πελλόν, δισάγγονον λασμένον (τὸ κλῆμα, τὸ σταφύλι, τὸ κρασί, τὸ ξίδι) Κύπρ. Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || ᾌσμ. Νὰ μὴ τόνε πιστέψετε τὸν Κωσταντῆ τὸν ψεύτη, γεναῖκα ᾿χει ᾿ς τὰ Θεραπε͜ιά, γεναῖκα ᾿ς τὸ Νιˬοχώρι Α. Ρουμελ (Σωζόπ.) Τὴν gόρημ bού ᾿δα σήμ-μερα γεναῖκαθ θὰ τὴμ bάρω, γεναῖκαν g᾿ εὐλοητικὴμ μὲ τὸ χρυσὸ στεφάνι Νίσυρ. Πῆραν τοῦ Κώστα τὰ παιδιˬά, τ᾿ Ἀλέξη τὴ γυναῖκα Πελοπν. (Παιδεμ.) Γιˬάννο, δὲν ἔχεις μάννα, δὲν ἔχεις ἀδερφὴ εἴτε καλὴ γυναῖκα, γιὰ νὰ σὲ λυπηθῇ; Πελοπν. (Μάν.) Ἔπεσε ἡ ἀρρεβῶνα μου ᾿ς τὸ διˬάνενο πηγάδι κιˬ ὅποιˬος βρεθῇ γιˬὰ νὰ τὴ βρῇ, γεναῖκα θὰ μὲ πάρῃ Πελοπν. (Βερεστ. Παιδεμ.) Μὲ κλαίει κ᾿ ἡ γυναῖκα μου καὶ σὰν παπὶ μαδειέται (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) β) Ἐπὶ λαγωῶν, τὸ θῆλυ τοῦ ζεύγους Ἀπουλ.: Ἡ γυναῖκα τοῦ λαγοῦ. γ) Ἡ διακορευθεῖσα γυνὴ Κῶς κ.ἀ.: Σὰν ἠπήαιν-νένε ἦτον gόρη, τώρα ποὺ στρέφει εἶναιγ γεναῖκα. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Θεοκρ., Εἰδύλλ. 27, 64 «παρθένος ἔνθα βέβηκα, γυνὴ δ᾿ ἐς οἶκον ἀφέρψω» 4) Κατὰ πληθ., γυναῖκες ἐλευθερίων ἠθῶν, ἱερόδουλοι σύνηθ.: Πάει ᾿ς τὶς γυναῖκες. Τρώει τὰ λεφτά του ᾿ς τὶς γυναῖκες. Πῆγε ᾿ς τὶς γυναῖκες καὶ κόλλησε ἀρρώστιˬες σύνηθ. Συνών. παλιˬογυναῖκες, πουτάνες, παστρικές, πολιτικές. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Γ᾿ναῖκα Θάσ. Στερελλ. (Φθιῶτ.), ᾿Σ τὴν Καημένη Γυναῖκα Πελοπν. (Τριφυλ.) ᾿Στὴ Λιθωμένη Γυναῖκα Πελοπν. (Γορτυν.) Τρεῖς Γυναῖκες (ὄν. τριῶν κορυφῶν τῆς ὀροσειρᾶς Ὀλενοῦ) Πελοπν. (Ἦλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA