γλυκανατριχίλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκανατριχίλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλυκανατριχίλα ἡ, Ν. Ἑστ. 19 (1985), 74.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. ἀνατριχίλα.

Σημασιολογία

Φρικίασις, ἀνατριχίλα ἡ ὁποία συνοδεύεται ἀπὸ αἴσθημα γλυκύτητος, ἡδονῆς: Ποίημ. ᾿Σ τὴ σκεφτικὴ τὴ γύμνιˬα τους ἀφῆσαν τὰ κλαδιˬὰ καὶ πνίξανε ᾿ς τὸ ρέμα σου τὴ γλυκανατριχίλα τῆς φύσης ποὺ μαράθηκε μόνο γιˬὰ μιˬὰ βραδιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/