δανεισιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δανεισιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δανεισιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. δανεισία Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) dανεισία Ἀπουλ. (Μαρτ.) Καλαβρ. (Γαλλικ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀορ. τοῦ ρ. δανείζω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. – ιὰ.
Σημασιολογία
1) Δανεισμός, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Πάω νὰ τόμ bαρακαλήω, νὰ μοῦ δώῃ λίγα δηνέρια γιˬὰ δανεισία (θὰ πάω νὰ τὸν παρακαλέσω, νὰ μοῦ δώσῃ λίγα χρήματα γιὰ δάνεισμα) Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) Δοτέ μου τὸ σπωμὶ γιˬὰ δανεισία (δῶστε μου τὸ ψωμὶ γιὰ δάνεισμα) αὐτόθ. Ἔκαμε μ-μιὰν dανεισία Ἀπουλ. (Μαρτ.) 2) Η ἄνευ ἀμοιβῆς προσφορὰ ἐργασίας Καλαβρ. (Γαλλικ.): Τοῦν᾿ dὸ παιδὶ ἐτ-τὲ πουρ-ρὸ μοῦ ἔκαμε μίαν dανεισία (αὐτὸ τὸ παιδὶ σήμερα τὸ πρωὶ μοῦ προσέφερε ἐργασία ἄνευ ἀμοιβῆς).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA