γλυκανθίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκανθίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκανθίζω ἐνιαχ. Μετοχ. γλυκανθισμένος Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωή2, 177.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ἀνθίζω.
Σημασιολογία
Ἀνθίζω κατὰ τρόπον γλυκύν, ἤπιον, εἰς μεταφ. σημ.: Ποίημ. Κ᾿ εἶναι γυμνὸς καὶ ὁλάνοιχτος καὶ μοναχὰ στολίδιˬα κρατάει τὰ βοῦρλα ἀγκαθερὰ καὶ τὰ γυροβολίδιˬα καὶ τὰ ἡλιˬογέρματα πλατιˬὰ ᾿ς τὸ βυσσινὶ πνιμένα καὶ σὲ γυναίκε͜ια στόματα τὰ πιˬὸ γλυκανθισμένα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA