γλυκανίσκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκανίσκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκανίσκω Κύπρ. (Καλοπαναγ. Μουτουλ. Πεδουλ. Πρόδρομ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γλυκαίνω διὰ τοῦ ἀορ. ἐγλύκανα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ίσκω.

Σημασιολογία

1) Γλυκαίνω 1, ἔνθ᾿ ἀν.: ᾿Èν γλυκανίσκει μὲ τίποτε τοῦ᾿ν τὸ φαΐν Κύπρ. 2) Ἐπὶ καιρικῆς καταστάσεως, βελτιοῦμαι. ἔνθ᾿ ἀν.: Ὥσπου πάει, γλυκανίσκει ὁ ταιρὸς Πεδουλ. Συνών. καλοσυνεύω, μαλακώνω, πραγαλιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/