γυναικάδερφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικάδερφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυναικάδερφος ὁ, σύνηθ. γυναικάδελφος Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) γυναικάδελφο Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) γυνικάδιρφους Μακεδ. (Γαλατ. Πεντάπολ.) ᾿νικάδιρφους Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Μύτικ. Σπάρτ. κ.ἀ.) γυναικάερφος Κάρπ. γεναικάδερφος Ρόδ. Σκῦρ. γεναικάερφος Κάσ. Κύπρ. Σύμ. κ.ἀ. ᾿εναικάερφος Κάσ. γεναικαϊρφὸς Ρόδ. ᾿εναικαερφὸς Κύπρ. ᾿ναικαερφὸς Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) ἀν᾿ κάδριφους Λέσβ. Θηλ. γυναικαδέλφισσα Πόντ. (Οἰν. Ὄφ.) γυναικαδέλφ᾿σσα Σκῦρ. γυναικάδερφη σύνηθ. γυναικαδέρφη Πελοπν. (Καλάβρυτ.) γ’ναικαδιρφὴ Λῆμν. γεναικαερφὴ Κύπρ. (Αἰγιαλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Ἑλληνιστ. ούσ. γυναικάδελφος. Ὁ τύπ. γυναικαδελφὸς καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Ὁ ἀδελφὸς τῆς συζύγου σύνηθ.: Ὁ γυναικάδερφός μου παντρεύει αὔριο τὴν κόρη του. Ὁ γιˬὸς τῆς γυναικάδερφής μου σπουδάζει ᾿ς τὸ Παρίσι σύνηθ. Τὸκ κῆπο τὸν ἔδωσεν ὁ πεθ-θερός μου τοῦ Διˬάκο-Μηνᾶ τοῦ γυναικαέρφου μου Κάρπ. Ἔπκιˬασεν τὸν ᾿ναικαερφόν του τ᾿ ἦρταν νὰ δουλέψουν Κύπρ. Ἄφ᾿κι τ᾿ ᾿ναῖκα τ᾿ μὲ τ᾿ς ἀδιρφές, τ᾿ς ᾿ναικαδιρφές τ᾿ κὶ μὶ τ᾿ς παραγιˬοί τ᾿ κὶ κεί᾿ κάτ᾿dαν ᾿ς τοὺ παλάτ᾿ Λῆμν. ᾿Èν ἔει μουτσούναν ὁ γεναικαερφὸς τοῦ ἀ᾿ρφοῦ μου νὰ δῇ τὸν γαμbρόν του (ἀρφοῦ = ἀδελφοῦ) Κύπρ. (Αἰγιαλ.) Ἡ γεναικαερφὴ τοῦ δάσκαλου ἐπῆεν νὰ γινῇ ταὶ τείνη δασκάλα αὐτόθ. Ὁ γυναικάδελφό μου ἔνι ψωμᾶς Πόντ. (Οἰν.) Ἐδίβα τσῆ γυναικαδέλφισσάς μου καὶ ᾿κ᾿ ηὗρα τενα (ἐπῆγα εἰς τῆς γυναικαδέλφης μου καὶ δὲν τὴν ηὗρα) αὐτόθ. Ἴδιˬους μὶ ᾿ν ἀδιρφὶ σ᾿ εἶσι, γυνικάδιρφι Μακεδ. (Γαλατ.) || ῏ᾼσμ. Πῆρα τὴν πλάκα πεθερά, τὴν μαύρη γῆς γυναῖκα κιˬ αὐτὰ τὰ λειανολίθαρα πῆρα γυναικαδέρφες Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ὁ σκύλ-λdος εἶν᾿, ὁ Κωστανdῆς, ὁ γυναικάδερφός μου Κῶς (Πυλ.).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA