δάνεισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δάνεισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δάνεισμα τό, Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ.) - Λεξ. Βάιγ. Περιδ. Βυζ. δάνεισμαν Πόντ. (Σταυρ. Τραπ. κ.ἀ.) δάνειμα Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ. κ.ἀ.) dάνειμα Ἀπουλ. (Μαρτ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. δάνεισμα. Διὰ τοὺς τύπ. δάνειμα καὶ δάνειμα βλ. G. Rohlfs, Grammatica storica dei dialleti italogreci, παρ. 62.

Σημασιολογία

Δανεισμός, τό, ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀκόμη δὲ dὸ κουβάλησα τὸ γέννημα ᾿ς τὸ σπίτι καὶ ἡ προκομμένη ἡ νοικοκυρά μου ἀρχίνησε τὰ δανείσματα Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἐπῆρε τὴ γειτονιˬὰ μπάλα, γιˬὰ δάνεισμα, ἀλλὰ πο͜ιὸς τῆς δίνει; Πελοπν. (Βερεστ.) Ἐgουῆκε ᾿ς τὸ dάνειμα (βγῆκε νὰ ζητήσει κάτι δανεικὸ) Ἀπουλ. (Μαρτ.) Συνών. δάνειο 2, δάνος. β) Τὸ δανεισθὲν ἀντικείμενον Καλαβρ. (Γαλλικ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/