γυναικαρε͜ιὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικαρε͜ιὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυναικαρε͜ιὸ τό, Ἰθάκ. ᾿ναικαρε͜ιὸ Ἤπ. (Ἰωάνν.) ᾿νικαρε͜ιὸ Θεσσ. (Ἁλμυρ.) γυναικαρεῖον Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -αρε͜ιό.

Σημασιολογία

1) Ὁ τόπος ἔνθα συγκεντρώνονται γυναῖκες, ὁ γυναικωνίτης τῆς ἐκκλησίας Πόντ. (Χαλδ.): Ἀτότες ἡ παππαδιˬὰ ἀσ᾿ σὸ γυναικαρεῖον ἀπάν᾿ ἐρχίνεσεν νὰ ψάλλ ᾿ς σὸν βαρὺν ἦχον. Συνών. γυναικεῖο (εἰς λ. γυναικεῖος Β1), γυναικήσιˬο (εἰς λ. γυναικήσιˬος 2), γυναικίδι, γυναικίτης, γυναικοστασίδι, γυναικωνίτης, γυναικωτίκι, γυναικωτὸ (εἰς λ. γυναικωτὁς 5). 2) Ὅμιλος γυναικῶν Ἤπ. (Ἰωάνν.) Μακεδ. (Καστορ.) Συνών. γυναικοβόλι, γυναικοβρόντι, γυναικοβρόχι, γυναικοθέμι, γυναικοθέσι, γυναικοθήκι, γυναικόκοσμος 2, γυναικολάσι, γυναικολόγι, γυναικολογία (Ι), γυναικομάζωμα, γυναικομάνι, γυναικομάντρι, γυναικομοίρι, γυναικοσώρι, γυναικοσωρός, γυναικουριˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/