γυναικαριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικαριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυναικαριˬὰ ἡ, ἐνιαχ. γεναικαριˬὰ Σκῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναικάρα, διὰ ὁπ. βλ. γυναίκαρος, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. - ιˬά. Διὰ τὸν σχηματισμὸν βλ. Μ. Φιλὴντ., Γραμματ., 461.

Σημασιολογία

Γυναίκαρος, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/