γλυκαποκοιμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκαποκοιμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκαποκοιμίζω Ἤπ. Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Δίβρ. Κοντογόν. Μαργέλ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) κ.ἀ. γλυκαπουκοιμίζου Μακεδ. (Καστορ.) γλυκαποτσοιμίζω Μύκ.
Ετυμολογία
Ἐκ του επιρρ. γλυκὰ και του ρ. ἀποκοιμίζω.
Σημασιολογία
Μόνον εἰς βαυκαλ., ἀποκοιμίζω τινὰ ἁπαλῶς, ἠρέμα, γλυκὰ ἔνθ᾿ ἀν.: Νάνι νάνι νάνισέ του, κι γλυκαπουκοίμισέ του Μακεδ. (Καστορ.) Ἔλα, ὕπνε, ὕπνωσέ το και γλυκαποκοίμησέ το Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἔλα, ὕπνε, τς᾿ ἔπαρέ το τσαὶ γλυκαποτσοίμισέ το Μύκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA