γυναικᾶτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικᾶτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γυναικᾶτα ἐπίρρ. Ζακ. Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. γυναικᾶτος.
Σημασιολογία
Γυναικεῖα, τὸ ὁπ. βλ.: Ἐκαβαλλίκεψα τὸ γάιδαρο γυναικᾶτα Κεφαλλ. Συνών. γυναικεῖα, γυναικήσιˬα, γυναικίστικα, γυναικίτικα, μονόμπαντα. Ἀντίθ. ἀντρίκε͜ια, ἀντρίστικα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA