γλυκάρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκάρης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκάρης ἐπίθ. Ἄνδρ. Θηρ. Θηλ. γλυκαριˬὰ Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐδ. γλυκό ἤ γλυκὺ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρης.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐπιληπτικός, ὁ προσβεβλημένος ἀπὸ γλυκ͜ειάν Ἄνδρ.: Βρὲ γλυκάρη, γκρεμοβολήσου! Συνών. γλυκιˬάρης 2, σεληνιˬάρης. 2) Ὁ ἐλαφρόνους, εὐήθης Θήρ. β) Παράφρων Θήρ.: Αὐτὴ εἶναι μιˬὰ γλυκαριˬά. Συνών. ζουρλός, μουρλός, παλαβός, παλαρός, τρελλός, τρωζός. Πβ. παλιˬογλυκιˬάρης. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλυκάρης καὶ ὡς παρωνύμ. Θήρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/