δανειστικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δανειστικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δανειστικὸς ἐπίθ. Κύπρ. - Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Πρω. Δημητρ. dανειστικὸ Ἀπουλ. (Στερνατ.)
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. ἐπίθ. δανειστικός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀναφερόμενος εἰς τὸν δανειστὴν ἢ εἰς τὸ δάνειον Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Δανειστικὸν συμβόλαιον Πρω. Δανειστικαὶ προτάσεις Δημητρ. 2) Ὁ δανείζων σύνηθ. Δανειστικὴ βιβλιοθήκη Δημητρ. 3) Ὁ ἐκ δανείου προερχόμενος ἢ ὁ διὰ δανείου ἀποκτώμενος Ἀπουλ. (Στερνατ.) Κύπρ.: Κάμε νὰ σοῦ dώῃ ᾿νὰ ἅλα dανειστικὸ (κάμε νὰ σοῦ δώσῃ ἕνα σπυρὶ ἁλάτι δανεικὸ) Στερνατ. Τὸ πιˬάν-νω dανειστικὸ (τὸ δανείζομαι) αὐτόθ. Μὄdικε ᾿να dραπάνι dανειστικὸ (μοῦ ἔδωσε ἕνα δραπάνι δανεικὸ) αὐτόθ. || Παροιμ. Δανειστικόλ- λιμιστικὸν | τ᾿ ἡ ἀγορὰ λιμάγκρα (λιμιστικὸν μετρημένον, ὑπολογισμένον, λιμάγκρα = πεῖνα· ὅ,τι ἀγοράζει τις διὰ δανείου δὲν εἶναι ἄφθονον, δὲν εἶναι χορταστικὸν) Κύπρ. Συνών. δανεικὸς 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA