γυναικεῖος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικεῖος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γυναικεῖος ἐπίθ. σύνηθ. ᾿ναικεῖος Ἤπ. (Παλάσ.) γυναιτσεῖος Πελοπν. (Τρίκκ.) γυναιτεῖος Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) γεναικεῖος Εὔβ. (Βρύσ.) γυναίκε͜ιος Ἐρεικ. Ζάκ. Ἰων. (Βουρλ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βερεστ. Βυτίν. Μεσσην. Οἰν. Πάτρ. κ.ἀ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Χίος (Βροντ. Ἐγρηγόρ.) Ψαρ. - Κ. Χρηστομ., Κερέν. κούκλ., 8. Α. Πάλλ. Ταμπουρ. καὶ κόπαν., 120 - Λεξ. Βάιγ. Βυζ. Βλαστ., 390 Πρω. Δημητρ. γυναίκε͜ιους Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θεσσ. (Ἀετόλοφ. Ἁλμυρ. Βαθύρρ. Δομομ. Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Μαΐστρ. Μέτρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βελβ. Βόιον Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Δῖον Δοξᾶτ. Θεσσαλον. Λιτόχ. Κοζ. Κολινδρ. Ὄλυμπ. Σέρρ. Σιάτ. κ.ἀ.) Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. κ.ἀ.) ᾿ναίκε͜ιους Ἤπ. (Ἄγναντ. Δωδών. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κόνιτσ. Κουκούλ. Πράμαντ. Τζουμέρκ.) ᾿νιˬαίκε͜ιους Μακεδ. (Βαρβάρ.) γυναίτσε͜ιος Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἄνδρ. Μύκ. γυναίτε͜ιος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κάμπος Λακων. Κλουτσινοχ.) ᾿ναίτσε͜ιους Λέσβ. Σκῦρ. γεναίτσε͜ιος Κῶς κ.ἀ. γεναίτους Σκῦρ. ᾿υναίκε͜ιος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀ᾿ναίκε͜ιους Μακεδ. (Στεφανιν.) Οὐδ. γυναικεῖον Πόντ. (Τραπ.) γυναικεῖου Α. Ρουμελ. (Μέγα Μοναστήρ.) γυνικεῖου Μακεδ. (Κοζ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. Φθιῶτ. Φωκ. κ.ἀ.) γουναιτσεῖε Τσακων. γυναιτσεῖο Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬουναιτσεῖο Μεγαρ. ᾿ναικειˬὸ Εὔβ. (Αἰδηψ.) Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Παξ. ἀ᾿ναίκε͜ιου Μακεδ. (Σέρρ. Στεφανιν.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἑπίθ. γυναικεῖος. Ὁ τύπ. γυναίκειˬος καὶ Βυζαντ. Ὁ τύπ. γυναίτσειˬος εἰς Ἀθηναϊκὸν ἔγγραφον τοῦ 1749.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετ., ὁ ἀνήκων, ὁ ἁρμόζων εἰς γυναῖκα σύνηθ. καὶ Τσακων.: Γυναικεῖος σάκκος - τρόπος, γυναικεία φωνὴ - φορεσιˬὰ - χτενισιˬά, γυναικεῖο σῶμα – φόρεμα - καπέλο, γυναικεῖα παπούτσιˬα - γάντιˬα σύνηθ. Τοὺ θέρισμα εἶνι ᾿ναίκε͜ια δ᾿λε͜ιὰ Στερελλ. Σοῦ ᾿φε͜ιαξε γεναικεῖα παπούτσιˬα Εὔβ. (Βρύσ.) Φορεῖ γυναικεῖα ροῦχα Κεφαλλ. Λέ᾿ μὶ ᾿ναίτσε͜ια φουνὴ Λέσβ. Ἕνα ὄγκιˬουμα γουναιτσεῖε (ἕνα ὑποκάμισο γυναικεῖο) Τσακων. Ἔπιˬασε καὶ τὸ πελέκησε καὶ τό ᾿κανε ἕνα κορμὶ γυναίκε͜ιο (ἐκ παραμυθ.) Ἰων. (Βουρλ.) Τότις μηδὲ᾿ς᾿ τ᾿ν ἁπλώστρα δὲν ἁπλώνανι ασπρόρρ᾿χα γ᾿ναίκε͜ια, μὴ λά᾿ κὶ τὰ ἰδῇ ἄdρας Σάμ. Πέφτοντας μέσα ᾿ς τὴ φλόγα τὴν ἐρωτική, τὴν κάνει καὶ ἀποθεριεύει καὶ πίνει ὅλη τὴ γυναικεία δροσιˬὰ Κ. Χρηστομ., ἔνθ᾿ ἀν. || Φρ. Γυναικεῖες κουβέντες (μὴ σοβαραί, ἀνάξιαι προσοχῆς) σύνηθ. Γυναικεῖα καμώματα σύνηθ. Γυναικεῖα μυαλὰ σύνηθ. (Πβ. «γυναικὸς φρένες» Paroemiogr. 1,233 (ἔκδ. Leutsch-Schnei-dewin). Γυναικεῖα κλάματα (ὑποκριτικὰ) σύνηθ. Γυναίκε͜ιος λογαριασμὸς (ἁπλοῦς καὶ ὀρθὸς) Πελοπν. Γυναίκε͜ια σαΐττα (ἡ ὑφαντικὴ κερκὶς) Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Γυναίτε͜ια καβάλλα (τὸ ἱππεύειν κατὰ τρόπον γυναικεῖον) Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) Γ᾿ναίκειˬου βρακὶ νὰ μὴ λυθῇ bρουστά σ᾿ (νὰ μὴ δοκιμάσῃς τήν ἐκ τῆς συνευρέσεως μετὰ γυναικὸς ἡδονήν· ἀρὰ) Σάμ. || Παροιμ. Γυναίκειˬος γάμος, γύφτικο μνημόσυνο (ἐπὶ ἀσημάντων ἑορτῶν ἢ διασκεδάσεων) Πελοπν. (Μεσσην.) Γεναίτα ροῦχα βάνει τσ᾿ ἀγγαστρώνεται Σκῦρ. Ὅπο͜ιος γυναῖκα ᾿bιστευτῇ, γυναίκε͜ια νὰ φορέσῃ (διότι σκέπτεται ὡς ἡ γυνή, οὐχὶ σοβαρῶς) Κεφαλλ. || ᾌσμ. Βάνει γυναίτσα φορεσιˬά, γυναίτσα πασουμάτσα Ἄνδρ. Γυναίκε͜ια ροῦχα φόρεσε, γυναίκε͜ια παπουτσάκιˬα Πελοπν. (Τριφυλ.) Στοιχειὸ ξιφανερώθηκι κ᾿ εἶν᾿ ὄμορφου κουράσι, γυναίκε͜ια ροῦχα ἔντυνι, γυναίκε͜ια κουβιντιˬάζει Μακεδ. Ἀκούγ᾿ ἀντρίκε͜ια κλιˬάματα, γυναίκε͜ια μοιριˬουλόγια κι οὑ Νότης ἐτραγούδαε ᾿ς τοῦ Μάρκου τοὺ κιφάλι Ἤπ. (Κόνιτσ.) Βάλι γυναίκε͜ια ντυμασιˬά, γυναίκε͜ια μαντηλίτσιˬα, πᾶρι βιλόνι κι κλουστή, σῦρι ᾿ς τὴ γειτουνιˬά σου Θεσσ. Βάσανα μὲ πλακώσανε, βροντὴ κιˬ ἀστροπελέκιˬα καὶ ἄλλο δὲ μὲ ἀφήσανε τὰ λόγιˬα τὰ γυναίκε͜ια Ζάκ. Συνών. γυναικήσιˬος, γυναικήσιμος, γυναίκικος, γυναικωτὸς 4, γυναικίστικος. Ἀντίθ. ἀγουρκός, ἀγουρτικος, ἀγωρήσιος, ἀγωρίστικος ἀνθρωπήσιμος, ἀνθρωπήσιˬος, ἀνθρωπινὸς 4, ἀντρήσιος, ἀντρίκειˬος 1, ἀντρικὸς 1. Β) Οὐσ. οὐδ. 1) Τὸ διὰ τὰς γυναῖκας προωρισμένον μέρος τοῦ ναοῦ, ὁ γυναικωνίτης Ἐρεικ. Εὔβ. (Αἰδηψ. Βρύσ.) Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Κόνιτσ. Κουκούλ. Παλάσ.) Θεσσ. (Ἀετόλοφ. Βαθύρρ. Κακοπλεύρ. Κρήν. Μαυρέλ. Σκήτ. Φάρσαλ.) (Θρᾴκ. (Μαΐστρ. Μέτρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἄσσηρ. Βόιον Γήλοφ. Δασοχώρ. Δῖον Δοξᾶτ. Καστορ. Κοζ. Κολινδρ. Λιτόχ. Σέρρ. Σιάτ. Στεφανιν. κ.ἀ.) Μαθράκ. Μέγαρ. Μύκ. Ὀθων. Παξ. ΙΙελοπν. (Τρίκκ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Φθιῶτ.) Σῦρ. Τσακων. - Λεξ. Περίδ. Ἠπίτ. : Οἱ ᾿ναῖκες σὴν ἐκκλησία κάθουνται σὸ ᾿ναικεῖο Παλάσ. ᾿Νέβηκαν ᾿ς τοὺ ᾿ναίκε͜ιου Σκόπ. Ἡ Μαρ᾿γὼ ἀνέφ᾿κι ᾿ς τοὺ γυναίκε͜ιου Δῖον. Ἡ παππαδιˬὰ στέκιτι ᾿ς τοὺ γυναίκε͜ιου Λιτόχ. Οἱ γυναῖκις ἤτανι ᾿ς τοὺ γυναίκε͜ιου, κάτου ἦταν οἱ ἄντροι Δοξᾶτ. ᾿Σ τ᾿ς ἰκκλησιˬές τοὺ ᾿ναίκε͜ιου ἦταν χουρισμένου μὶ πηχοῦδις (= λεπτὰ ἐπιμήκη ξύλα) Ἀετόλοφ. Ἒν κασημένα ὸ γουναιτσεῖε ἁ μάτη μι (κάθεται εἰς τὸν γυναικωνίτην ἡ μητέρα μου). Τσακων. || Παροιμ. Τὰ παλαιὰ ᾿κονίσματα ᾿ς τὸ ᾿ναικε͜ιὸ τὰ βάζουν (ἐπὶ τῶν γεγηρακότων, τῶν μὴ ὑπολογιζομένων) Αἰδηψ. Συνών. γυναικαρε͜ιὸ 1, γυναικήσιˬο (εἰς λ. γυναικήσιος), γυναικίδι, γυναικίτης, γυναικοστασίδι, γυναικωνίτης, γυναικωτίκι, γυναικωτὸ (εἰς λ. γυναικωτός, 5). β) Δωμάτιον ἀνωγείου προωρισμένον διὰ τὰς γυναῖκας Μακεδ. (Σιάτ.) γ) Ὅμιλος γυναικῶν, γυναικεία συγκέντρωσις Θεσσ. (Ἁλμυρ.) : Ἐμαζεύτηκεν ὅλο τὸ ᾿ναικε͜ιό. 2) Ἀφροδίσιον νόσημα Μύκ. 3) Κατὰ πλήθ., τὰ καταμήνιˬα τῶν γυναικῶν Μακεδ. (Βέρ.) Ρόδ. - Λεξ. Περίδ. Βλαστ., 390. Συνών. μηνιˬάτικα, ροῦχα, συνήθεια. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Γυναίκε͜ιο Χάνι Πελοπν. (Κλειτορ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/