γλυκασία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκασία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλυκασία ἡ, Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) - Λεξ. Δημητρ. γλυκασιˬὰ Κρήτ. (Κίσ. Κυδων. Σέλιν.) Μῆλ. - Λεξ. Δημητρ. γλυκασὰ Ἀγαθον. Κρήτ. (Μὰλλ. κ.ἀ.) γλυκαὰ Θήρ. Κύπρ. - Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ., 2.60 γλυκασέα Πόντ. (Ἀμισ. Ἀργυρόπ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. γλυκασία. Βλ. Μεθόδ., Συμπ. Παρθέν., 76 «τὰ λοιπὰ δὲ ταύτῃ νομίζεσθαι προσήκει πικρά, ὁπόσα δὲ τῇ ἐμφύτῳ γλυκασία κεκέρασθαι τῶν ἀκροδρύων».
Σημασιολογία
1) Ἡ γλυκύτης Θήρ. Κρήτ. (Μάλλ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἀργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ): Νὰ πάρῃς γλυκασὰ ἀπ᾿ τὰ σῦκα Μάλλ. Τ᾿ ἀπίδ᾿ ἡ γλυκασία Τραπ. Ἡ γλυκασέα ᾿θες καλὸν ἔν᾿ (ἡ γλυκύτης της εἶναι ἀρκετὴ) Ἀργυρόπ. Ἡ σημ. καὶ Ἑλληνιστ. Βλ. Μεθόδ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. γλύκα, γλυκάδα. β) Μεταφ., ἡ γλυκύτης τοῦ καιροῦ, ἡ ἠπιότης Κύπρ. - Δ. Λιπέρτ., ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Ἄν ὁ τσαιρὸς ἔν᾿ γλυκαά, κάμνει τσ᾿ ἀνεμοβρόιν, ἂν ἔῃ ὥραν τῆς χαρᾶς, ἔει ταὶ τοῦ θανάτου. 2) Ἡ χαρὰ, ἡ εὐχαρίστησις, ἡ εὐτυχία, τὸ εὐτυχὲς γεγονὸς Λεξ. Δημητρ.: Φρ. Νὰ μὴν ἰδῇς γλυκασιˬὰ (ἀρὰ). 3) Πᾶν γλυκύ τράγημα ἤ ἔδεσμα Ἀγαθον. Θήρ. Κρήτ. (Κίσ. Κυδων. Σέλιν.) Μῆλ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἀργυρόπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Τὴ γλυκασὰ τήνε τρώ᾿ καὶ τὰ λουκούμιˬα καὶ ὅλα Ἀγαθον. Ἡ καρδία μ᾿ γλυκασίαν θέλει Πόντ. Μὲ τὰ γλυκασέας κομπών᾿ τὸ μωρὸν (κομπώνει = ξεγελᾷ) Ἀργυρόπ. Ἐπαρῆτε τὴ γλυκασία σας καὶ δωσῆτε τὴν ᾿εία μας (᾿εία = ὑγεία· ἐξ ἐπῳδ.) Ἀμισ. 4) Ὁ εἰς εὐχάριστόν τι ἔδεσμα ἐθισμὸς Μῆλ. β) Αὐτὸ τοῦτο τὸ ἔδεσμα, τὸ ὡς δέλεαρ προσφερόμενον Μῆλ: Τὸ τρουζὶ θέλει καὶ λίγη γλυκασιˬὰ γιˬὰ νὰ σ᾿ ἀκ᾿λουθᾷ (τρουζὶ = ἀμνὸς οἰκόσιτος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA