γυναικήσιμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικήσιμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυναικήσιμος ἐπίθ. ἐνιαχ. γεναικήσιμος Κύπρ. γεναιτήσιμος Κύπρ. (Καλοπαναγιώτ. Μουτουλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γυναικήσιμος.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς γυναῖκα ἔνθ᾿ ἀν. : Ροῦχου γεναικήσιμον Κύπρ. Φερσίματα γεναιτήσιμα αὐτόθ. Χορος γεναιτήσιμος Κύπρ. (Μουτουλ.) Τοῦν᾿ τά φαγιˬὰ ἔν᾿ γεναιτήσιμα Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA