δάρμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δάρμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δάρμα τό, Ἰων. (Κάτω Παναγ. Σμύρν.) Κεφαλλ. Κῶς (Καρδάμ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) -Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. δάρμαν Πόντ. (Σάντ.) δέρμαν Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. δέρνω. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Δάρσιμο 1β τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Θέλει ἀκόμα δάρμα τ᾿ ἀβγὸ - τὸ βούτυρο Στερελλ. (Ἀράχ.) || Φρ. Δάρμαν ἐγένταν (ἀλληλοδάρθηκαν) Πόντ. (Σάντ.) 2) Δαρμὸς 2, τὸ ὁπ. βλ., Κῶς (Καρδάμ.) Ἰων. (Κάτω Παναγ. Σμύρν.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: ᾎσμ. Μεγάλη Παρασκευὴ || δάρματα καὶ κλαμοὶ Σμύρν. Κιˬ ἀπὸ τὰ δάρματά τωνε τσὶ πέτρες τσὶ ᾿ματώναν κιˬ ἀπὸ τὰ κλιˬάματά τωνε τσὶ στράτες τσὶ λασπώναν Κάτω Παναγ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Ἐμμ. Κριαρᾶ, Λεξ. Μεσ. εἰς λ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/