γλυκαφέντης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκαφέντης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλυκαφέντης ὁ, Α. Κρήτ. Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. ἀφέντης.
Σημασιολογία
Ὁ λίαν ἀγαπητός, ὁ προσφιλής, ὁ οἱονεὶ γλυκὺς ἀφέντης: ᾎσμ. Ἀφέντη, γλυκαφέντη μου, καλέ, καλέ μ᾿ ἀφέντη Α. Κρήτ. Ἄν εἶσαι Τοῦρκος, φάε με, κιˬ Ὁβριˬός, μαέρισέ με, κιˬ ἂν εἶσ᾿ ὁ γλυκαφέντης μου, σκύψε καὶ φίλησέ με Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA